107 λεπτά
Σκηνοθέτης:
σ’
ένα σενάριο βασισμένο
στο
ομώνυμο διάσημο μυθιστόρημα (1951) του Αλμπέρτο Μοράβια
Λίγα λόγια για την
ταινία:
«Ο Κομφορμιστής» είναι από τις πιο γοητευτικές ταινίες του παγκόσμιου
κινηματογράφου. Ο δημιουργός του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι εκείνη την εποχή
έβρισκε, επιτέλους, τον εαυτό του. Ξέφευγε από δυο επιρροές που τον κράταγαν
δεμένο στην αντιγραφή. Με τον «Κομφορμιστή» απαλλάχτηκε οριστικά από την
επίδραση του Γκοντάρ, σε σχέση με τον κινηματογράφο, και από την επίδραση του
διάσημου ποιητή πατέρα του (Ατίλιο Μπερτολούτσι) σε σχέση με το περιεχόμενο και
τη φιλοσοφία. Μέχρι τότε, ζούσε στη σκιά αυτών των δύο αντρών.
«Ο
Κομφορμιστής» είναι η έκτη ταινία του Μπερτολούτσι και είναι ολόκληρη δική
του! Από την αρχή μέχρι το τέλος έχει ένα καταπληκτικό γούστο. Η φόρμα της,
που είναι πολύ φανερή και επιδεικνύεται από τον σκηνοθέτη, σε καμία περίπτωση
δεν την κάνει δυσκίνητη. Αντίθετα, έχει και αυτή μετατραπεί σε εκφραστικό
μέσο. Ό,τι βγαίνει από τους χαρακτήρες των ηρώων της βγαίνει και από τις
κινήσεις της μηχανής, τους φωτισμούς, τα κοστούμια, τα ντεκόρ, τη μουσική και
τους ήχους της. Πρόκειται για μια άριστα οργανωμένη ομοιογένεια. Για μια
κινηματογραφική πολυτέλεια!
Η
ταινία στηρίζεται στο ομότιτλο βιβλίο ενός άλλου πολύ μοντέρνου στιλίστα. Του
πολυγραφότατου (27 βιβλία, άρθρα, δοκίμια, κριτικές, κλπ.) Αλμπέρτο Μοράβια.
Αναφέρεται σε μια ιστορία που εξελίσσεται στο Παρίσι δυο χρόνια πριν τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας νεαρός Ιταλός άντρας, ο οποίος θέλοντας να
ικανοποιήσει τον ...κομφορμισμό του υπηρετεί άκριτα το φασισμό, στέλνεται στο
Παρίσι να εκτελέσει έναν Ιταλό καθηγητή, ο οποίος δημιουργεί προβλήματα στον
Μουσολίνι. Εκεί ο Ιταλός εκτελεστής, ο οποίος ό,τι κάνει το κάνει για την
καλοπέρασή του, και όχι από πίστη στο φασισμό, διαπιστώνει πως ο καθηγητής
που καλείται να εκτελέσει υπήρξε δικός του καθηγητής. Από τους αγαπημένους
του!..
Η
συνέχεια … επί της οθόνης. Η σκηνή πάντως του φινάλε, από τις καλύτερες στον
παγκόσμιο κινηματογράφο (πολλοί άλλοι σκηνοθέτες προσπάθησαν να την
αντιγράψουν) είναι πολύ αποκαλυπτική. Και διδακτική.
|
Λίγα λόγια για το
μυθιστόρημα του Μοράβια: Το μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια Ο «Κομφορμιστής»
(1951) είναι κάτι παραπάνω από την απλή ιστορία ενός γαμήλιου ταξιδιού στο
Παρίσι είναι η ιστορία ενός εγκλήματος που έχει διαπράξει το κράτος, η
βιογραφία ενός άντρα, η περιγραφή μιας εποχής και μιας κοινωνίας. Ο συγγραφέας
περιγράφει υπόγεια την άνοδο του φασισμού, το πώς ένα ολοκληρωτικό
μικροαστικό κίνημα καταβρόχθισε έναν άνθρωπο, τον Μαρτσέλο, και πώς γι’ αυτό
δε φταίει κανένας εκτός από τον ίδιο. Ο «Κομφορμιστής» είναι η προσωπογραφία
ενός ανθρώπου μέσα στο πλαίσιο της ηθικής που χαρακτηρίζει την εποχή μας: τον
κομφορμισμό, τη συμμόρφωση στις ποταπές μικροαστικές αξίες. Το δέκατο ένατο
αιώνα ήρωας ήταν ο επαναστάτης, ο άνθρωπος που ήθελε να ξεχωρίζει, να
εναντιώνεται. Αυτός διέφερε ριζικά από τους άλλους. Κατά τον Μοράβια, ο ήρωας
των καιρών μας είναι ο κομφορμιστής ή, καλύτερα, ο άνθρωπος που δε θέλει να
ξεχωρίσει. Όμως, πέρα από το πολιτικό νόημα, το μυθιστόρημα παρουσιάζει μια
πραγματική και συγκεκριμένη εικόνα της σύγκρουσης ανάμεσα σε μια κοινωνία
λογικής και σε μια κοινωνία όπου πάνω απ’ όλα κυριαρχεί η ηθική αταξία.
Κυριακή
25 Νοέμβρη 2012, 8.00 μ.μ. στο Τ.Ε.Ε. (Νεάρχου 23, Χανιά)
|
Οι καταραμένοι (1969)
156 λεπτά
Σκηνοθέτης:
Σενάριο: Luchino Visconti, Nicola Badalucco, Enrico Medioli
Χώρα
παραγωγής:
Ιταλία,
Δυτική Γερμανία.
Μουσική:
Maurice Jarre Φωτογραφία:
Armando Nannuzzi, Pasqualino De Santis
Ηθοποιοί: Dirk
Bogarde, Ingrid Thulin, Helmut Griem, Helmut Berger, Renaud Verley, Umberto
Orsini, Charlotte Rampling, Reinhard Kolldehoff, Albrecht Schoenhals,
Florinda Bolkan, Nora Ricci, Irina Wanka, Karin Mittendorf, Valentina Ricci,
Wolfgang Hillinger κ.α.
Λίγα λόγια για την
ταινία: 28
Φεβρουαρίου 1933. Κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής συνάθροισης, ο
ηλικιωμένος πατριάρχης της οικογένειας Γιόακιμ φον Έσεμπερκ ορίζει
αντιπρόεδρο της χαλυβουργίας τον αξιωματικό των SA Κονσταντίν για να
εξευμενίσει το ναζιστικό κόμμα. Η απόφαση αναγκάζει τον φιλελεύθερο Χέρμπερτ
να παραιτηθεί. Την ίδια νύχτα, ο Γιοακίμ δολοφονείται, και το έγκλημα
αποδίδεται στον Χέρμπερτ. Στην πραγματικότητα, οι φυσικοί αυτουργοί της
δολοφονίας που έγινε ύστερα από προτροπή του αξιωματικού των SS Άσενμπαχ,
είναι η Σοφία φον Έσενμπεκ και ο εραστής της, Φρίντριχ Μπρούνμαν. Την
πλειοψηφία των μετοχών αποκτά ο Μάρτιν, ανιψιός του Γιοακίμ και γιος της
Σοφίας, ο οποίος, όντας υποχείριο της μητέρας του, ορίζει πρόεδρο της
εταιρείας τον εραστή της. Για να κατακτήσει το επίζηλο αξίωμα, ο Κονσταντίν
εκβιάζει τον Μάρτιν με όπλο την αυτοκτονία μιας Εβραιοπούλας την οποία είχε
αποπλανήσει. Όμως, κατά τη σφαγή των SA (30 Ιουνίου 1934), ο Φρίντριχ
δολοφονεί τον Κονσταντίν. Τώρα, όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της Σοφίας
και του εραστή της, οι οποίοι, για ν’ αναγκάσουν τον Χέρμερτ να γυρίσει πίσω
και να παραδοθεί, εξοντώνουν τη σύζυγό του και κλείνουν σε άσυλο τις μικρές
του κόρες. Ανήσυχος από την άνοδο των δύο εραστών, ο Άσενμπαχ, υποστηρίζει
τον Μάρτιν. Υπό το βάρος ψυχο-σεξουαλικών διαταραχών και γεμάτος οργή, ο
Μάρτιν βιάζει τη μητέρα του, κι αφού συναινέσει στο γάμο της Σοφίας με τον
Φρίντριχ, τους αναγκάζει ν’ αυτοκτονήσουν.
|
Ο σκηνοθέτης για την
ταινία:
«Η ιδέα μου ήταν να δείξω την ιστορία
μιας οικογένειας, στους κόλπους της οποίας συμβαίνουν εγκλήματα που
ουσιαστικά, μένουν ατιμώρητα. Που και πότε, στη σύγχρονη ιστορία, θα μπορούσε
να συμβεί κάτι τέτοιο; Μόνο επί ναζισμού με τις μαζικές σφαγές και τις
δολοφονίες που μένουν ακόμα ατιμώρητες. Γι’ αυτό τοποθέτησα την ιστορία αυτής
της οικογένειας, που έπρεπε να είναι η ιστορία του χάλυβα, στη Γερμανία, στη
διάρκεια της ανόδου του ναζισμού.
Σ’ όλες μου τις ταινίες υπάρχει ένας
νεκρός πατέρας. Ο νεκρός πατέρας συμβολίζει μεν το παρελθόν, αλλά και
αποτελεί το σημείο εκκίνησης της ιστορίας. Σε κάθε ιστορία, όμως, τον
πραγματεύομαι αλλιώς, λαμβάνοντας υπόψη μου τον διαφορετικό προσωπικό και
κοινωνικό περίγυρο.
Στα ‘Μακρινά αστέρια της άρκτου’, ο
νεκρός πατέρας παραπέμπει, κάπως θολά, στον Αγαμέμνονα ή, μάλλον, στα παιδιά
που εκδικούνται τη μητέρα τους μετά το θάνατο του πατέρα, όπως στην Ορέστεια.
Εδώ, αντίθετα, ο θάνατος του Γιοακίμ είναι ένα πολιτικό γεγονός: η εξόντωση
των φιλελευθέρων στη Γερμανία…
Η ιδέα της αιμομιξίας γεννήθηκε σιγά-σιγά,
κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου, και υπήρξε καρπός μιας εντελώς
ελεύθερης δραματουργικής-αφηγηματικής ανάπτυξης. Είναι το τελευταίο βήμα που
κάνει ο Μάρτιν για να κατακτήσει το δικαίωμα να είναι ένας πραγματικός ναζί,
δηλαδή να μη διστάζει μπροστά σε τίποτα, μπροστά σε κανένα έγκλημα. Στην
αρχή, ο ναζισμός επιλέγει για πιόνι του, απ’ όλα τα μέλη της οικογένειας, τον
βίαιο, θορυβώδη, ζωώδη Κονσταντίν, ο οποίος, όμως, αδυνατεί να σταθεί στο
ύψος των περιστάσεων. Γι’ αυτό και, στη συνέχεια, οι ναζί χρησιμοποιούν έναν
τεχνικό, τον Φρίντριχ, που αποδεικνύεται εξίσου λάθος επιλογή, όχι μόνο γιατί
μερικές φορές δειλιάζει μπροστά στο έγκλημα (διατηρεί κάποιες αναλαμπές συνείδησης),
αλλά και γιατί έχει την αξίωση να κρίνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο.
Στο τέλος, τελευταία λύση, ο ναζισμός διαλέγει τον Μάρτιν (ένα ασυνείδητο
τσογλάνι, έναν έκφυλο, ένα σκουλήκι, που δεν κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα
στην ξαδέλφη του και σε μιαν άγνωστη), για να τον κάνει όργανό του» .
Σάββατο
01 Δεκέμβρη 2012, 8.00 μ.μ. στο Τ.Ε.Ε.
(Νεάρχου
23, Χανιά)
|
136
λεπτά
Σκηνοθέτης:
Ηθοποιοί:
Λίγα λόγια για την
ταινία:
Οι πόρτες κλείνουν. Πίσω τους βρίσκονται εγκλωβισμένοι 149 άνθρωποι από τους
οποίους 75 παιδιά. Κλειδωμένοι από τις ομάδες τιμωρίας των ναζιστών οι οποίοι
είχαν εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση, καίγονται ζωντανοί. Στις 22 Μαρτίου 1943,
το οι κάτοικοι του χωριού Κατίν στη Λευκορωσία, πέφτουν θύματα της ναζιστικής
θηριωδίας, αλλά δεν είναι οι μόνοι. Την ίδια μοίρα με το Κατίν είχαν 618
χωριά της περιοχής, από τα οποία τα 185 χάθηκαν οριστικά από το χάρτη. Το
1985 ο Έλεμ Κλίμοφ (1933-2003) με αφορμή το τραγικό αυτό γεγονός, γύρισε την
ταινία «Έλα να δεις», μια συγκλονιστική καταγραφή μέσα από τα μάτια ενός
12χρονου παιδιού.
Η ελεγεία της φρίκης:
Ο
Κλίμοφ βαδίζοντας στα βήματα της μεγάλης σοβιετικής κινηματογραφικής σχολής,
συνδυάζει την ποίηση με το ρεαλισμό σε μια ταινία που αγγίζει τα όρια του
αριστουργήματος.
Ο
σκηνοθέτης παίρνει αφορμή από τα αληθινά γεγονότα για να δημιουργήσει, μέσα
από την αρτιότητα των εικόνων του, μια εξαιρετική αντιναζιστική ταινία, ένα
συγκλονιστικό αντιπολεμικό δράμα.
Η
κάμερα ακολουθεί τον Φλόρια, ένα 12χρονο αγόρι που θέλει να πολεμήσει τους
ναζί. Κατατάσσεται σε μια αντάρτικη ομάδα αλλά όταν ξεκινούν για αποστολή δεν
τον παίρνουν μαζί τους για να μην κινδυνεύσει. Στο δάσος συναντά την Γκλάσα,
μια όμορφη έφηβη και ξεκινούν μαζί για το χωριό του. Θαυμάσιες εικόνες, η
Γκλάσα να χορεύει χαριτωμένα, ένας ερωδιός να περιφέρεται ανάμεσά τους, η
ομορφιά λίγο πριν αντικρίσουμε την φρίκη. Και έρχεται γρήγορα η φρίκη,
καλπάζοντας, το χωριό του Φλόρια έχει καταστραφεί, η οικογένειά του
δολοφονήθηκε. Τα δυο παιδιά φεύγουν, βρίσκουν τους φυγάδες ενός χωριού να
κρύβονται από τους ναζί. Έχουν φτιάξει ένα ομοίωμα του Χίτλερ και όταν
κάποιος λέει: «Να το γεμίσουμε ακαθαρσίες», κάποιος άλλος του απαντά: «Δεν
έχουμε. Είμαστε φτωχοί». Πεινούν και ο Φλόρια φεύγει μαζί με δύο συντρόφους
του να βρουν τροφή. Εκείνοι θα σκοτωθούν, ο νεαρός θα μείνει μόνος και θα
βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τη ναζιστική θηριωδία. Θα δει τους κατοίκους
ενός χωριού να στοιβάζονται σε μια αποθήκη και να καίγονται ζωντανοί. Η
παιδική αθωότητα του αγοριού αφανίζονται μέσα σε μερικές μέρες. Ακόμη και τα
χαρακτηριστικά του άλλαξαν. Γέμισε ρυτίδες, τα μαλλιά του άσπρισαν, το βλέμμα
του έχασε τον ενθουσιασμό που είχε όταν ξεκίνησε να γίνει στρατιώτης.
«Είστε
ένα έθνος που δε δικαιούται να υπάρχει. Μεταδίδετε την ασθένεια του
κομουνισμού. Εμείς αναλάβαμε να σας αφανίσουμε. Κι αν δεν το καταφέρουμε
σήμερα, θα το καταφέρουμε αύριο». Τα ανατριχιαστικά λόγια του φανατισμένου
ναζιστή σταματούν από τους πυροβολισμούς της εκδίκησης. Ο Φλόρια παίρνει το
όπλο του και πυροβολεί για πρώτη φορά. Πυροβολεί το πορτρέτο του Χίτλερ,
πολλές φορές, με λύσσα.
|
Ο Σον Πεν για την
ταινία του Έλεμ Κλίμοφ: «Πριν από μερικά χρόνια μου τηλεφώνησε ο πατέρας μου και
μου είπε να αφήσω ό,τι κι αν έκανα και να πάω στο Πανεπιστήμιο του Λος
Άντζελες. Κάποιο τμήμα είχε προγραμματίσει προβολή μια ρωσικής ταινίας, ενός
σκηνοθέτη ονόματι Κλίμοφ και δεν έπρεπε να τη χάσω. Βετεράνος σε πάνω από 36
αποστολές στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο πατέρας
μου ποτέ δεν υπήρξε ένθερμος θαυμαστής των ταινιών που αναφέρονται στον
πόλεμο αντιλαμβανόμενος είτε τις ανακρίβειες, είτε την τάση της ρομαντικής
θέασης των μαχών. Αυτή η ταινία ήταν το ‘Έλα να δεις’, μια εξαιρετική
αντιπολεμική ταινία. Χαίρομαι που έφτασα ως εκεί, εκείνη την ημέρα γιατί αυτό
που είδα θα μείνει χαραγμένο μέσα μου για πλάνα. Είναι ένα αριστούργημα, όχι
μόνο για τον κινηματογράφο αλλά και για όλη την ανθρωπότητα».
Εν
πρώτοις, το «Έλα να δεις» είναι ένα εικαστικό επίτευγμα. Η ποίηση των εικόνων
του Κλίμοφ, η ιμπρεσιονιστική αισθητική τους σχεδόν υπνωτίζουν το θεατή. Κι
όταν η ποίηση αρχίζει να παραχωρεί τη θέση της στο ρεαλισμό, διατηρώντας όμως
την ιμπρεσιονιστική προσέγγιση, ο θεατής αισθάνεται να δονείται εσωτερικά.
Είναι η φρίκη και ο θυμός που έρχονται να δικαιώσουν τις εικόνες ενός
σκηνοθέτη που προσέφερε ένα αριστούργημα στον παγκόσμιο κινηματογράφο.
Σάββατο
08 Δεκέμβρη 2012, 8.00 μ.μ. στο Τ.Ε.Ε.
(Νεάρχου
23, Χανιά)
|
Το
ταμπούρλο (1979)
142
λεπτά
Σκηνοθέτης:
Φόλκερ Σλέντορφ,
Ηθοποιοί:
Μάριο
Αντόρφ,
Άντζελα
Γουίνκλερ και Ντέιβιντ Μπένεντ
Λίγα λόγια για την
ταινία:
Το Ντάντσινγκ, που σήμερα λέγεται Γκντάνσκ και ανήκει στην Πολωνία,
φιλοξενούσε στο μεσοπόλεμο τρεις κοινότητες: Πολωνούς, Γερμανούς κι Εβραίους.
Στην πόλη αυτή γεννιέται στα 1924 ένα παιδί με πρόωρη ανάπτυξη και ιδιαίτερα
χαρίσματα: ο Όσκαρ. Μόλις έφτασε στα τρία χρόνια του, αποφάσισε να σταματήσει
να μεγαλώνει! Με σύμμαχο το τσίγκινο τύμπανό του, αρνείται να συμμετάσχει
στην παραφροσύνη και την υποκρισία του κόσμου των μεγάλων, χτυπώντας το σε
διαφορετικούς τόνους και ρυθμούς. Βασισμένη στο ομώνυμο αλληγορικό βιβλίο του
Γκύντερ Γκρας, η ταινία αποτελεί μια τοιχογραφία της κρίσιμης για τη Γερμανία
περιόδου 1924-1945. Τα τρία πρώτα χρόνια, στα οποία ο Όσκαρ μεγαλώνει
κανονικά, συμπίπτουν με μια περίοδο δημοκρατίας στη χώρα, που ωστόσο δεν
κατάφερε να ανακόψει τη φόρα του επερχόμενου ναζισμού. Από κει και μετά,
βλέπουμε όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα μέσα από το φίλτρο της αθωότητας του
παιδιού, που δίνει σ’ αυτά μυθολογικές και φανταστικές διαστάσεις.
Η
προσπάθεια του Γκρας και του Σλέντορφ ν’ αμβλυνθούν οι πληγές που άφησε η
περίοδος αυτή, μας είναι κατανοητή: ακόμη και οι πιο θερμοί υποστηριχτές της
ιστορικής ακρίβειας ανατριχιάζουν μπροστά στη ναζιστική κτηνωδία. Άλλωστε,
γίγαντες του γερμανικού πνεύματος σαν τον Μπρεχτ, προτίμησαν πολλές φορές το
συμβολισμό και τη σάτιρα προκειμένου ν’ αποτυπώσουν την πραγματικότητα στα
έργα τους. Ο τρόμος κι η αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ είναι σκληρή για να την
αντικρίσει κανείς κατάματα.
Κάτω
απ’ αυτή την οπτική γωνία, βλέπουμε εντυπωσιακές εικόνες από αστραφτερά
ντεκόρ, που συνθέτουν μια πανέμορφη ταινία (να σημειωθεί ότι η παραγωγή είναι
τετραεθνής: Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία και Γιουγκοσλαβία!). Στο καστ,
ξεχωρίζει ο δωδεκάχρονος Νταβίντ Μπένετ, που εμψυχώνει υπέροχα τον δύσκολο
και τραγικό συνάμα ρόλο ενός παιδιού-ενήλικα. Το «Ταμπούρλο» πήρε το όσκαρ
της καλύτερης ξένης ταινίας, μοιράστηκε το Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ των
Κανών (με το «Αποκάλυψη Τώρα» του Κόππολα) και χαρακτήρισε-ολοκλήρωσε μια
σημαντική δεκαετία για το γερμανικό σινεμά.
|
Λίγα λόγια για το
βιβλίο του Γκύντερ Γκράς Το τενεκεδένιο ταμπούρλο:
Το
σοκ που προκάλεσε το Τενεκεδένιο ταμπούρλο στη μεταπολεμική Γερμανία το 1959,
όταν πρωτοεκδόθηκε ήταν ανάλογο και της τεράστιας κυκλοφοριακής επιτυχίας
του. Μέσα σε έναν χρόνο μόνο η γερμανική έκδοση του μυθιστορήματος ξεπέρασε
σε πωλήσεις τις 300.000 αντίτυπα. Ήταν η πλέον ευφάνταστη αλληγορία για τη
ναζιστική Γερμανία, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις τύψεις και το αίσθημα ενοχής
των Γερμανών για τη χιτλερική εποχή…. Η σημασία του βιβλίου του: «Το
τενεκεδένιο ταμπούρλο» υπήρξε σημαντική για τα ευρωπαϊκά γράμματα γιατί είναι
το πρώτο μυθιστόρημα που σπάει την παράδοση του εσωτερικού μυθιστορήματος
και, όπως λέει ο Τζορτζ Στάινερ, ο Γκρας συνεχίζει εκεί όπου σταμάτησε ένας
άλλος προπολεμικός συγγραφέας της Γερμανίας, ο Αλφρεντ Ντέμπλιν, με το
κορυφαίο του μυθιστόρημα Βερολίνο, Αλεξάντερπλατς.
Από
τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Γκρας ξεχωρίζουν Η γάτα και το ποντίκι (1963)
και τα Σκυλίσια χρόνια (1965). Αυτά, μαζί με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο, αποτελούν
τη λεγόμενη Τριλογία του Ντάντσιχ. Η αυτοβιογραφία του είναι ένα ειλικρινές
και συγκινητικό βιβλίο που δεν αποκαλύπτει μόνο το ναζιστικό «παρελθόν» του
αλλά και πολλές πτυχές της ζωής του, την προσπάθειά του να εκφραστεί, να βρει
τον δρόμο του και να βάλει σε τάξη τη ζωή του.
Στο
Τενεκεδένιο ταμπούρλο διαβάζουμε την ιστορία ενός νάνου ονόματι Οσκαρ, γιου
μπακάλη, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον μέσο Γερμανό. Ο νάνος του Γκρας, από τις
εκπληκτικότερες φιγούρες του μεταπολεμικού μυθιστορήματος, δεν μιλάει αλλά
βγάζει κάτι παράξενες τσιρίδες ικανές να κομματιάσουν οποιοδήποτε γυαλί. Ο Όσκαρ
έχει ένα τενεκεδένιο ταμπούρλο που το λατρεύει και το χτυπά όπου σταθεί κι
όπου βρεθεί. Τα χρόνια περνούν, ο νάνος μεγαλώνει αλλά έχει πάψει να ψηλώνει
από τα τρία του χρόνια. Έρχεται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η μεταπολεμική
εποχή αλλά ο τρομερός νάνος συνεχίζει να χτυπάει το ταμπούρλο του και στο
τέλος καταδικάζεται για φόνο και καταλήγει στο ψυχιατρείο.
Ποιος
είναι ο Όσκαρ και τι είναι το ταμπούρλο του δεν δυσκολευόμαστε να το
καταλάβουμε. Ο Όσκαρ είναι μια διαστροφική εκδοχή του Πίτερ Παν. Εδώ όμως ο
κάπτεν Χουκ και οι πειρατές του παραμυθιού έχουν αντικατασταθεί από τους
ναζιστές και το μυθιστόρημα του Γκρας λειτουργεί ως γκροτέσκα και βιτριολική
αλληγορία για τη Γερμανία, τον πόλεμο, το ναζιστικό καθεστώς και τη
μεταπολεμική εποχή των τύψεων που ακούγονται κάτω από τα χτυπήματα του
τενεκεδένιου ταμπούρλου.
Η
πολιτική μεταφορά του Γκρας είναι μεγαλειώδης: όπως δεν μεγαλώνει ο Όσκαρ
έτσι δεν ενηλικιώνεται και η κοινωνία στην οποία ζει. Ο συγγραφέας επιχειρεί
και επιτυγχάνει τον ευφυέστερο και δυσκολότερο συνδυασμό: τη σαρκαστική
ανάκληση του παρελθόντος με την πικρή και μακάβρια ανάγνωση του παρόντος. Γι’
αυτό άλλωστε το βιβλίο δεν μας λέει μόνο τι ήταν η Γερμανία της χιτλερικής
εποχής και του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος, αλλά συνιστά και ένα
υπερμεγεθυσμένο ηθικό σχόλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της μικροαστικής
ηθικής μέσα από την οποία ξεπήδησε το χιτλερικό άγος. Και σαν όλα τα μεγάλα
έργα αυτού του είδους, όπως το καλλιέργησαν ο Στερν, ο Ραμπελέ και ο Τζόναθαν
Σουίφτ, προκαλεί σαρκαστικά γέλια και ταυτοχρόνως ξύνει πληγές. Δεν είναι
περιττό να πούμε ότι το χειμαρρώδες αυτό μυθιστόρημα διαβάζεται σχεδόν
απνευστί.
Κυριακή
16 Δεκέμβρη 2012, 8.00 μ.μ. στο Τ.Ε.Ε.
(Νεάρχου
23, Χανιά)
|