«Ηθελα να πεθάνω όρθιος, όπως πεθαίνουν τα δέντρα», είχε πει στον ανακριτή περιγράφοντας τη σκηνή της σύλληψής του, το 1973, ενώ οι αστυνομικοί τον πυροβολούσαν στα πόδια. Τριάντα οκτώ χρόνια μετά ο ίδιος άνθρωπος, που για το «φιλότιμο του αδερφού», για την «παραγγελιά, ρεεεε» έγινε «σφαγέας», όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής, και πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του στα κολαστήρια του… σωφρονισμού, κατέρρευσε σ’ ένα πεζοδρόμιο στο Μοναστηράκι. «Ενας ηλικιωμένος λιποθύμησε», είπαν οι περαστικοί που ειδοποίησαν το ΕΚΑΒ.
Γλίτωσε την εκτέλεση, πέρασε διά πυρός και σιδήρου επιβιώνοντας στις σκληρότερες φυλακές της χώρας κι αν και ποτέ ο ίδιος δεν δήλωσε αντιστασιακός, έγινε κάτι σαν σύμβολο της αντίστασης λόγω του χρόνου που διέπραξε τα εγκλήματά του (χούντα) και επειδή αυτοί που δεν σεβάστηκαν τον άγραφο νόμο της παραγγελιάς και «έφυγαν» από το μαχαίρι του, στην πίστα γνωστού τότε νυχτερινού κέντρου της Κυψέλης, ήταν αστυνομικοί.
Από την ημέρα του φονικού μέχρι την ημέρα της αποφυλάκισής του, όταν πια πατούσε τα 58, είχε εκτίσει 23 χρόνια πραγματικής φυλακής. Τα τελευταία χρόνια του εγκλεισμού του και αφού ήδη από το 1977 η θανατική ποινή που του είχε επιβληθεί είχε μετατραπεί σε ισόβια, η Πολιτεία απέρριπτε τη μία μετά την άλλη τις αιτήσεις απόλυσής του με όρους. Η καλή του διαγωγή θεωρούνταν «προσχηματική» και τα μέλη των δικαστικών συμβουλίων αποφαίνονταν πως «εξερχόμενος της φυλακής είναι πιθανό πως θα διαπράξει πάλι αξιόποινες πράξεις».
Ο Νίκος Κοεμτζής έπρεπε να μάθει ξανά να περπατάει ανάμεσα στον πολύ κόσμο, να σιγουρεύει τα βήματά του σε δρόμους ανοιχτούς.
Ο άνθρωπος που μέσα στην απομόνωση των φυλακών της Αλικαρνασσού, όπου ζούσε σαν μελλοθάνατος περιμένοντας την εκτέλεση, έβγαλε μόνος του μ’ ένα ξυράφι τη σφαίρα που είχε σφηνωθεί στο πόδι του, δεν επιβεβαίωσε τους δικαστές, οι οποίοι αρνούνταν να τον αποφυλακίσουν.
Δεν εγκλημάτησε, εκτός κι αν θεωρηθεί έγκλημα ότι κάποια στιγμή την «κοπάνησε» από το χωριό του, το Αιγίνιο Κατερίνης, όπου έπρεπε να ζει σύμφωνα με τους περιοριστικούς όρους. Ο ίδιος τότε είχε πει πως δεν υπήρχε πια ζωή γι’ αυτόν στον τόπο του. Κάπου γράφτηκε για μια γυναίκα που του είχε πάρει τα μυαλά.
Ούτε όμως η μεγάλη πόλη βοήθησε τον Νίκο Κοεμτζή να ξεφύγει από το περιθώριο της κοινωνίας, όπου πάλευε στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί.
Παρά τη συμπαράσταση που δέχτηκε κατά καιρούς από σημαντικούς ανθρώπους, κυρίως της τέχνης, οι οποίοι μόλις πριν από δυο χρόνια οργάνωσαν ολόκληρη εκδήλωση για να καταφέρει να πάρει επιτέλους άδεια μικροπωλητή και να στήνει χωρίς το φόβο του κυνηγητού τον πάγκο με τα βιβλία του, δεν πέθανε όρθιος. Το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του, η τελευταία στροφή από το «μακρύ ζεϊμπέκικο του Νίκου», τον έριξε στο πεζοδρόμιο. Και πέρασαν δυο ώρες μέχρι να γίνει αντιληπτός και να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Τα κέρδη από τις πωλήσεις της αυτοβιογραφίας του ήταν πενιχρά και πολλές φορές δεν έφταναν ούτε γι’ αυτό το κομμάτι το ψωμί.
Ο ίδιος, βρέξει-χιονίσει, με ένα σκούφο τον χειμώνα κι ένα αμπέχονο, στεκόταν σχεδόν πάντα όρθιος πίσω από τον πάγκο, σιωπηλός, λες και ντρεπόταν να διαφημίσει την πραμάτεια του. Τον πρώτο καιρό που έστησε το μαγαζάκι του έξω από τα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων ήταν αρκετοί αυτοί που από περιέργεια στέκονταν να πουν μια κουβέντα μαζί του και -γιατί όχι;- να αγοράσουν το βιβλίο του πασίγνωστου ισοβίτη με χειρόγραφη μάλιστα αφιέρωση.
«Φιλικά στον… για ενθύμιο, με αγάπη και εκτίμηση. Αλύπητα κι αν σε χτυπούν τη μια πάνω στην άλλη, δεν πρέπει η απελπισία να σου σκύβει το κεφάλι. Με αδελφική αγάπη, Νίκος Κοεμτζής».
Αργότερα η πελατεία αραίωσε.Ο Νίκος Κοεμτζής δεν είχε πια τόσο ενδιαφέρον. Ο κόσμος τον προσπερνούσε χωρίς να ρίχνει δεύτερη ματιά. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον αντιμετώπιζαν σαν μια ενοχλητική παραφωνία στην επιβλητική είσοδο του «ναού της Θέμιδος».
Στον πάγκο
Συνάντησα τον Νίκο Κοεμτζή λίγες ημέρες μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές του Αγίου Στεφάνου Πατρών.
Ενας άντρας βαρύς, παλαιάς κοπής, φιλικός, συγχυσμένος ακόμα από τις καινούργιες συνθήκες της ζωής του, αν και προσπαθούσε να μην το δείχνει. Κοιτούσα βαθιά στα μάτια του αναζητώντας το λιοντάρι που «έφαγε» τρεις ανθρώπους, αλλά και τον θαρραλέο μπροστάρη σε ένα σωρό εξεγέρσεις κρατουμένων που διεκδικούσαν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και δικαιώματα σε φυλακές με κελιά μπουντρούμια, όπως στης Κέρκυρας, όπου είχε κρατηθεί για πολλά χρόνια. Εβλεπα έναν συνηθισμένο μεσήλικο άντρα που ήθελε να μιλήσει για όσα είχαν συμβεί, κυρίως όμως για τα χρόνια της φυλακής. Ηταν χαρούμενος γιατί ένας γνωστός δικηγόρος είχε δεχτεί να τον πάρει στο γραφείο του. Κάτι σαν το παιδί για όλες τις δουλειές.
Η «τηλεσκηνοθεσία» του θέματος, μια και η συνέντευξη που θα μου παραχωρούσε ήταν για τηλεοπτικό σταθμό, επέβαλλε να περπατήσουμε μαζί στους δρόμους, αλλά και να τραβήξουμε πλάνα του έξω από τις φυλακές Κορυδαλλού, για να «ντύσουμε» τις αφηγήσεις του από τα πέτρινα χρόνια του κελιού.
Δεν έφερε αντίρρηση, αλλά όταν φτάσαμε έξω από τις φυλακές, το βλέμμα του όταν στράφηκε στα κάγκελα και τη βαριά αυλόπορτα μ’ έκανε να ντραπώ.
Φύγαμε άρον άρον από ‘κεί και πήγαμε στο κέντρο, σ’ ένα καφέ.
Μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, τη μεγάλη φτώχεια που δεν τον άφησε να τελειώσει το σχολείο («είμαι άνθρωπος αγράμματος», έλεγε), την πείνα, τα τρύπια του παπούτσια, τα βάσανα. «Και λοιπόν;», θυμάμαι, τον είχα… στριμώξει. «Εκανες τρεις φόνους για μια παραγγελιά».
Μου είπε, όπως και στην απολογία του στο δικαστήριο, για το θόλωμα του μυαλού, που «δεν δούλευε εκείνη τη στιγμή κανονικά». Πόσο έχει μετανιώσει γιατί έκανε τόσο μεγάλο και ανεπανόρθωτο κακό.
Οπως γράφει και στην αυτοβιογραφία του προσπαθώντας να δικαιολογήσει την πράξη του, εκείνο το μοιραίο βράδυ για τους τρεις ανθρώπους που δολοφόνησε, αλλά και για τον ίδιο, η θέα των αστυνομικών τον εξαγρίωσε όπως τον εξαγρίωνε πάντα (πίστευε μάλιστα ότι αυτοί του είχαν χαλάσει τον αρραβώνα και τον παρακολουθούσαν) γιατί πολλές φορές είχε δει τον πατέρα του και τον παππού του να ξυλοκοπούνται από αστυνομικούς επειδή ήταν κομμουνιστές.
Τα λόγια του έδειχναν ότι είχε φιλοσοφήσει τα πράγματα μέσα στη φυλακή, όπου «πέρασα όλα τα μονοπάτια της άχαρης ζωής και στάθηκα όρθιος».
«Για να σταθείς όρθιος -συνέχισε τη φράση, που άκουσα αργότερα να επαναλαμβάνει και σε άλλες συνεντεύξεις του- πρέπει να ‘χεις σοφία, γενναιότητα και να χάνεις λίγο από το δίκιο σου. Πρέπει να δείχνεις κατανόηση και να χάνεις και το δίκιο σου».
Καιρό αργότερα, ο Νίκος Κοεμτζής είχε φύγει από το δικηγορικό γραφείο. Ποτέ δεν έμαθα το γιατί.
Τον συναντούσα πια -σχεδόν καθημερινά- έξω από τα δικαστήρια. Πότε χαλαρός, πότε βλοσυρός, πάντα ευγενής.
«Βγαίνει το μεροκάματο;», τον είχα ρωτήσει.
«Να σου αφιερώσω ένα βιβλίο;», μου απάντησε.
Τον τελευταίο καιρό σπάνια ερχόταν στα δικαστήρια και μια-δυο φορές που τον είχα δει, μου φάνηκε «μισός». Σαν να ‘χε «μπάσει»… «Μεγάλος άνθρωπος είναι πια», σκέφτηκα. Μετά το θάνατό του κάποιοι, μιλώντας στα κανάλια, είπαν πως υπήρξαν μέρες που δεν είχε χρήματα ούτε για μία τυρόπιτα. Οι κατά καιρούς εμφανίσεις του στα κανάλια αλλά και οι επώνυμες γνωριμίες δεν είχαν αντίκρισμα στην τσέπη του τριμμένου του πορτοφολιού.
Ο Νίκος Κοεμτζής πέθανε στο πόστο του, το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής.
Ποιος ξέρει αν πράγματι είχε καταφέρει ν’ απαντήσει -όπως ήθελε να δείξει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του ή αν απλώς «ξόρκιζε το κακό»- στα ερωτήματα που στιγμάτισαν τη ζωή του.
Τα ανέφερε ο ίδιος -εν περιλήψει- στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του:
«Νίκος Κοεμτζής: Ενας άνθρωπος κυνηγημένος και βασανισμένος, που σκότωσε τρεις συνανθρώπους του και τραυμάτισε άλλους επτά, ένας άνθρωπος που καταδικάστηκε σε θάνατο και έμεινε 23 χρόνια στη φυλακή. Ενας άνθρωπος με αυτό το παρελθόν μπορεί να έχει μέλλον σε μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων; Τι τον οδήγησε στο έγκλημα; Τι και ποιος τον βοήθησε στο δρόμο προς τη μεταμέλεια; Πόσο μπορεί να βοηθήσει άλλους συνανθρώπους του να αποφύγουν τη δική του μοίρα;».
Της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΑΤΗ
http://www.enet.gr
Γλίτωσε την εκτέλεση, πέρασε διά πυρός και σιδήρου επιβιώνοντας στις σκληρότερες φυλακές της χώρας κι αν και ποτέ ο ίδιος δεν δήλωσε αντιστασιακός, έγινε κάτι σαν σύμβολο της αντίστασης λόγω του χρόνου που διέπραξε τα εγκλήματά του (χούντα) και επειδή αυτοί που δεν σεβάστηκαν τον άγραφο νόμο της παραγγελιάς και «έφυγαν» από το μαχαίρι του, στην πίστα γνωστού τότε νυχτερινού κέντρου της Κυψέλης, ήταν αστυνομικοί.
Από την ημέρα του φονικού μέχρι την ημέρα της αποφυλάκισής του, όταν πια πατούσε τα 58, είχε εκτίσει 23 χρόνια πραγματικής φυλακής. Τα τελευταία χρόνια του εγκλεισμού του και αφού ήδη από το 1977 η θανατική ποινή που του είχε επιβληθεί είχε μετατραπεί σε ισόβια, η Πολιτεία απέρριπτε τη μία μετά την άλλη τις αιτήσεις απόλυσής του με όρους. Η καλή του διαγωγή θεωρούνταν «προσχηματική» και τα μέλη των δικαστικών συμβουλίων αποφαίνονταν πως «εξερχόμενος της φυλακής είναι πιθανό πως θα διαπράξει πάλι αξιόποινες πράξεις».
Ο Νίκος Κοεμτζής έπρεπε να μάθει ξανά να περπατάει ανάμεσα στον πολύ κόσμο, να σιγουρεύει τα βήματά του σε δρόμους ανοιχτούς.
Ο άνθρωπος που μέσα στην απομόνωση των φυλακών της Αλικαρνασσού, όπου ζούσε σαν μελλοθάνατος περιμένοντας την εκτέλεση, έβγαλε μόνος του μ’ ένα ξυράφι τη σφαίρα που είχε σφηνωθεί στο πόδι του, δεν επιβεβαίωσε τους δικαστές, οι οποίοι αρνούνταν να τον αποφυλακίσουν.
Δεν εγκλημάτησε, εκτός κι αν θεωρηθεί έγκλημα ότι κάποια στιγμή την «κοπάνησε» από το χωριό του, το Αιγίνιο Κατερίνης, όπου έπρεπε να ζει σύμφωνα με τους περιοριστικούς όρους. Ο ίδιος τότε είχε πει πως δεν υπήρχε πια ζωή γι’ αυτόν στον τόπο του. Κάπου γράφτηκε για μια γυναίκα που του είχε πάρει τα μυαλά.
Ούτε όμως η μεγάλη πόλη βοήθησε τον Νίκο Κοεμτζή να ξεφύγει από το περιθώριο της κοινωνίας, όπου πάλευε στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί.
Παρά τη συμπαράσταση που δέχτηκε κατά καιρούς από σημαντικούς ανθρώπους, κυρίως της τέχνης, οι οποίοι μόλις πριν από δυο χρόνια οργάνωσαν ολόκληρη εκδήλωση για να καταφέρει να πάρει επιτέλους άδεια μικροπωλητή και να στήνει χωρίς το φόβο του κυνηγητού τον πάγκο με τα βιβλία του, δεν πέθανε όρθιος. Το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του, η τελευταία στροφή από το «μακρύ ζεϊμπέκικο του Νίκου», τον έριξε στο πεζοδρόμιο. Και πέρασαν δυο ώρες μέχρι να γίνει αντιληπτός και να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Τα κέρδη από τις πωλήσεις της αυτοβιογραφίας του ήταν πενιχρά και πολλές φορές δεν έφταναν ούτε γι’ αυτό το κομμάτι το ψωμί.
Ο ίδιος, βρέξει-χιονίσει, με ένα σκούφο τον χειμώνα κι ένα αμπέχονο, στεκόταν σχεδόν πάντα όρθιος πίσω από τον πάγκο, σιωπηλός, λες και ντρεπόταν να διαφημίσει την πραμάτεια του. Τον πρώτο καιρό που έστησε το μαγαζάκι του έξω από τα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων ήταν αρκετοί αυτοί που από περιέργεια στέκονταν να πουν μια κουβέντα μαζί του και -γιατί όχι;- να αγοράσουν το βιβλίο του πασίγνωστου ισοβίτη με χειρόγραφη μάλιστα αφιέρωση.
«Φιλικά στον… για ενθύμιο, με αγάπη και εκτίμηση. Αλύπητα κι αν σε χτυπούν τη μια πάνω στην άλλη, δεν πρέπει η απελπισία να σου σκύβει το κεφάλι. Με αδελφική αγάπη, Νίκος Κοεμτζής».
Αργότερα η πελατεία αραίωσε.Ο Νίκος Κοεμτζής δεν είχε πια τόσο ενδιαφέρον. Ο κόσμος τον προσπερνούσε χωρίς να ρίχνει δεύτερη ματιά. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον αντιμετώπιζαν σαν μια ενοχλητική παραφωνία στην επιβλητική είσοδο του «ναού της Θέμιδος».
Στον πάγκο
Συνάντησα τον Νίκο Κοεμτζή λίγες ημέρες μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές του Αγίου Στεφάνου Πατρών.
Ενας άντρας βαρύς, παλαιάς κοπής, φιλικός, συγχυσμένος ακόμα από τις καινούργιες συνθήκες της ζωής του, αν και προσπαθούσε να μην το δείχνει. Κοιτούσα βαθιά στα μάτια του αναζητώντας το λιοντάρι που «έφαγε» τρεις ανθρώπους, αλλά και τον θαρραλέο μπροστάρη σε ένα σωρό εξεγέρσεις κρατουμένων που διεκδικούσαν ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και δικαιώματα σε φυλακές με κελιά μπουντρούμια, όπως στης Κέρκυρας, όπου είχε κρατηθεί για πολλά χρόνια. Εβλεπα έναν συνηθισμένο μεσήλικο άντρα που ήθελε να μιλήσει για όσα είχαν συμβεί, κυρίως όμως για τα χρόνια της φυλακής. Ηταν χαρούμενος γιατί ένας γνωστός δικηγόρος είχε δεχτεί να τον πάρει στο γραφείο του. Κάτι σαν το παιδί για όλες τις δουλειές.
Η «τηλεσκηνοθεσία» του θέματος, μια και η συνέντευξη που θα μου παραχωρούσε ήταν για τηλεοπτικό σταθμό, επέβαλλε να περπατήσουμε μαζί στους δρόμους, αλλά και να τραβήξουμε πλάνα του έξω από τις φυλακές Κορυδαλλού, για να «ντύσουμε» τις αφηγήσεις του από τα πέτρινα χρόνια του κελιού.
Δεν έφερε αντίρρηση, αλλά όταν φτάσαμε έξω από τις φυλακές, το βλέμμα του όταν στράφηκε στα κάγκελα και τη βαριά αυλόπορτα μ’ έκανε να ντραπώ.
Φύγαμε άρον άρον από ‘κεί και πήγαμε στο κέντρο, σ’ ένα καφέ.
Μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, τη μεγάλη φτώχεια που δεν τον άφησε να τελειώσει το σχολείο («είμαι άνθρωπος αγράμματος», έλεγε), την πείνα, τα τρύπια του παπούτσια, τα βάσανα. «Και λοιπόν;», θυμάμαι, τον είχα… στριμώξει. «Εκανες τρεις φόνους για μια παραγγελιά».
Μου είπε, όπως και στην απολογία του στο δικαστήριο, για το θόλωμα του μυαλού, που «δεν δούλευε εκείνη τη στιγμή κανονικά». Πόσο έχει μετανιώσει γιατί έκανε τόσο μεγάλο και ανεπανόρθωτο κακό.
Οπως γράφει και στην αυτοβιογραφία του προσπαθώντας να δικαιολογήσει την πράξη του, εκείνο το μοιραίο βράδυ για τους τρεις ανθρώπους που δολοφόνησε, αλλά και για τον ίδιο, η θέα των αστυνομικών τον εξαγρίωσε όπως τον εξαγρίωνε πάντα (πίστευε μάλιστα ότι αυτοί του είχαν χαλάσει τον αρραβώνα και τον παρακολουθούσαν) γιατί πολλές φορές είχε δει τον πατέρα του και τον παππού του να ξυλοκοπούνται από αστυνομικούς επειδή ήταν κομμουνιστές.
Τα λόγια του έδειχναν ότι είχε φιλοσοφήσει τα πράγματα μέσα στη φυλακή, όπου «πέρασα όλα τα μονοπάτια της άχαρης ζωής και στάθηκα όρθιος».
«Για να σταθείς όρθιος -συνέχισε τη φράση, που άκουσα αργότερα να επαναλαμβάνει και σε άλλες συνεντεύξεις του- πρέπει να ‘χεις σοφία, γενναιότητα και να χάνεις λίγο από το δίκιο σου. Πρέπει να δείχνεις κατανόηση και να χάνεις και το δίκιο σου».
Καιρό αργότερα, ο Νίκος Κοεμτζής είχε φύγει από το δικηγορικό γραφείο. Ποτέ δεν έμαθα το γιατί.
Τον συναντούσα πια -σχεδόν καθημερινά- έξω από τα δικαστήρια. Πότε χαλαρός, πότε βλοσυρός, πάντα ευγενής.
«Βγαίνει το μεροκάματο;», τον είχα ρωτήσει.
«Να σου αφιερώσω ένα βιβλίο;», μου απάντησε.
Τον τελευταίο καιρό σπάνια ερχόταν στα δικαστήρια και μια-δυο φορές που τον είχα δει, μου φάνηκε «μισός». Σαν να ‘χε «μπάσει»… «Μεγάλος άνθρωπος είναι πια», σκέφτηκα. Μετά το θάνατό του κάποιοι, μιλώντας στα κανάλια, είπαν πως υπήρξαν μέρες που δεν είχε χρήματα ούτε για μία τυρόπιτα. Οι κατά καιρούς εμφανίσεις του στα κανάλια αλλά και οι επώνυμες γνωριμίες δεν είχαν αντίκρισμα στην τσέπη του τριμμένου του πορτοφολιού.
Ο Νίκος Κοεμτζής πέθανε στο πόστο του, το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής.
Ποιος ξέρει αν πράγματι είχε καταφέρει ν’ απαντήσει -όπως ήθελε να δείξει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του ή αν απλώς «ξόρκιζε το κακό»- στα ερωτήματα που στιγμάτισαν τη ζωή του.
Τα ανέφερε ο ίδιος -εν περιλήψει- στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του:
«Νίκος Κοεμτζής: Ενας άνθρωπος κυνηγημένος και βασανισμένος, που σκότωσε τρεις συνανθρώπους του και τραυμάτισε άλλους επτά, ένας άνθρωπος που καταδικάστηκε σε θάνατο και έμεινε 23 χρόνια στη φυλακή. Ενας άνθρωπος με αυτό το παρελθόν μπορεί να έχει μέλλον σε μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων; Τι τον οδήγησε στο έγκλημα; Τι και ποιος τον βοήθησε στο δρόμο προς τη μεταμέλεια; Πόσο μπορεί να βοηθήσει άλλους συνανθρώπους του να αποφύγουν τη δική του μοίρα;».
Της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΑΤΗ
http://www.enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου