Του Γιάννη Αλμπάνη
Η σύλληψη του εκδότη του Hot Doc Κώστα Βαξεβάνη είναι το τέταρτο περιστατικό περιορισμού της ελευθερίας του λόγου μέσα σε λίγες μέρες. Είχαν προηγηθεί η σύλληψη του δημιουργού του Παστίτσιου κατόπιν παραγγελίας της Χρυσής Αυγής, οι τραμπουκισμοί της ναζιστικής συμμορίας στο θέατρο Χυτήριο, καθώς και το «κόψιμο» του ομοφυλοφιλικού φιλιού στο σίριαλ «Ο πύργος του Ντάουντον» από τη διοίκηση της ΕΡΤ. Αυτή τη φορά όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά σε σχέση με τα τρία προηγούμενα επεισόδια: η απόπειρα φίμωσης δεν αφορά τη διάδοση «έκλυτων ηθών» αλλά μια σημαντική δημοσιογραφική αποκάλυψη που επηρεάζει την πολιτική ζωή της χώρας. Ο Βαξεβάνης συνελήφθη γιατί έκανε αυτό που θα έπραττε οποιοσδήποτε δημοσιογράφος σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου όπου γίνεται στοιχειωδώς σεβαστή η ελευθεροτυπία. Δημοσίευσε δηλαδή μια είδηση εξέχουσας πολιτικής σημασίας.
Η σημασία της δημοσίευσης
Τρεις βασικοί λόγοι εξηγούν την πολιτική σημασία της δημοσίευσης της λίστας Λαγκάρντ, και κατ’ επέκταση τη σύλληψή του:
Πρώτον, η δημοσίευση της λίστας εκθέτει ανεπανόρθωτα όλους τους υπουργούς και τους υπεύθυνους του ΣΔΟΕ που τόσο καιρό την «έψαχναν» και δεν μπορούσαν να τη… βρουν. Η λίστα δεν είχε καταχωνιαστεί κάπου, εν προκειμένω στο αρχείο του Βενιζέλου, όπου οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν πρόσβαση. Το ότι την πήρε στα χέρια του ο Βαξεβάνης, αποδεικνύει ότι η λίστα κυκλοφορούσε ευρέως. Επομένως, η αποσιώπηση της ύπαρξης της δεν οφείλεται στην αβελτηρία της δημόσια διοίκησης, αλλά αποτελεί εσκεμμένη πράξη συγκάλυψης των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Οικονομικών.
Δεύτερον, η δημοσιοποίηση της λίστας γελοιοποιεί όλους τους υποτιθέμενους μηχανισμούς ελέγχου της φοροδιαφυγής. Μια πρόχειρη ματιά στον κατάλογο των ονομάτων αρκεί για να βεβαιωθεί κανείς ότι το ΣΔΟΕ δεν έχει καμιά διάθεση να πατάξει τη (μεγάλη) φοροδιαφυγή. Είτε είχε δοθεί η σχετική υπουργική εντολή είτε όχι, το αυτονόητο καθήκον κάθε αρμόδιας Αρχής θα ήταν να κάνει μια πρώτη αντιπαραβολή των καταθέσεων με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Στο κατάλογο δεν περιλαμβάνονται τίποτα άγνωστα άτομα του υποκόσμου, αλλά επιφανή πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας, των οποίων η οικονομική δραστηριότητα είναι σε γενικές γραμμές γνωστή, και γι’ αυτό ελέγξιμη. Το ότι η λίστα ως αντικείμενο υποκλοπής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδεικτικό στοιχείο στο ακροατήριο, ουδόλως σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το Μίτο της Αριάδνης μιας ενδεχόμενης έρευνας του ΣΔΟΕ. Πόσο μάλλον όταν ο τότε υπεύθυνος του ΣΔΟΕ δεν δίστασε στην περίπτωση του Σάββα Ξηρού να καταπατήσει τη νομιμότητα χάριν της διωκτικής σκοπιμότητας.
Τρίτον, η δημοσίευση της λίστας Λαγκάρντ ξεσκεπάζει την απύθμενη υποκρισία της ελίτ της χώρας. Οι ίδιοι ακριβώς που επικαλούνται τον πατριωτισμό του λαού για να γίνουν ανεκτά τα μνημονιακά μέτρα, οι ίδιοι ακριβώς που διαβεβαιώνουν ότι αν εφαρμόσουμε το Μνημόνιο δεν πρόκειται να βγούμε από την ευρωζώνη, οι ίδιοι ακριβώς που μιλάνε για εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος και πάταξη των συντεχνιών, βγάζουν τα λεφτά τους στην Ελβετία. Είτε κάνουν φοροδιαφυγή είτε όχι, όσοι βγάζουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό δεν δικαιούνται να μιλάνε ούτε για δημόσιο συμφέρον ούτε για αναγκαίες θυσίες που επιβάλλει το «καλό της πατρίδας». Για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι το εμπόριο του πατριωτισμού που ανθεί σε αυτή τη χώρα, συγκαλύπτει τα πλέον ιδιοτελή συμφέροντα.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Εν ολίγοις, η ενδεχόμενη «παρανομία» του Βαξεβάνη ήταν απολύτως αναγκαία για να αποδειχτεί ότι το ίδιο το κράτος λειτουργεί κατά παράβαση της νομιμότητας. Δεν μπορεί να εγκαλείται ο δημοσιογράφος για παραβίαση προσωπικών δεδομένων, όταν έχουμε γίνει μάρτυρες σειράς πράξεων και παραλείψεων από δημόσιους λειτουργούς που παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα του νόμου για να προστατευτούν οι έχοντες και κατέχοντες της λίστας. Όσοι εγκαλούν τον Βαξεβάνη για τα προσωπικά δεδομένα, διυλίζουν τον κόνωπα και καταπίνουν την κάμηλον.
Είναι μάλλον περιττό να υπογραμμίσουμε την υποκρισία της δικαστικής εξουσίας. Οι δικαστές που κρίνουν καθ’ όλα νόμιμη τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών και των συλληφθέντων διαδηλωτών, κόπτονται τώρα για τα προσωπικά δεδομένα των καταθετών της Ελβετίας. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι όταν η Δικαιοσύνη λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά, όταν η νομιμότητα εφαρμόζεται κατά το δοκούν, τότε ακριβώς καταλύεται μια θεμελιώδης αρχή του «κράτους δικαίου»: η ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο. Αυτή ακριβώς η κατάλυση σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη παραβίαση της ελευθερίας του λόγου επιβεβαιώνουν εκ νέου ότι επιταχύνεται η πορεία προς την κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή το καθεστώς εκείνο όπου βασικές ελευθερίες τελούν de facto υπό αναστολή.
Κατά συνέπεια, η υπεράσπιση του Βαξεβάνη συνιστά πράξη υπεράσπισης των βασικών πολιτικών ελευθεριών, πράξη αντίσταση στον κρατικό αυταρχισμό που στηρίζει το κλυδωνιζόμενο μνημονιακό καθεστώς.
http://www.left.gr/article.php?id=11316
Η σύλληψη του εκδότη του Hot Doc Κώστα Βαξεβάνη είναι το τέταρτο περιστατικό περιορισμού της ελευθερίας του λόγου μέσα σε λίγες μέρες. Είχαν προηγηθεί η σύλληψη του δημιουργού του Παστίτσιου κατόπιν παραγγελίας της Χρυσής Αυγής, οι τραμπουκισμοί της ναζιστικής συμμορίας στο θέατρο Χυτήριο, καθώς και το «κόψιμο» του ομοφυλοφιλικού φιλιού στο σίριαλ «Ο πύργος του Ντάουντον» από τη διοίκηση της ΕΡΤ. Αυτή τη φορά όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά σε σχέση με τα τρία προηγούμενα επεισόδια: η απόπειρα φίμωσης δεν αφορά τη διάδοση «έκλυτων ηθών» αλλά μια σημαντική δημοσιογραφική αποκάλυψη που επηρεάζει την πολιτική ζωή της χώρας. Ο Βαξεβάνης συνελήφθη γιατί έκανε αυτό που θα έπραττε οποιοσδήποτε δημοσιογράφος σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου όπου γίνεται στοιχειωδώς σεβαστή η ελευθεροτυπία. Δημοσίευσε δηλαδή μια είδηση εξέχουσας πολιτικής σημασίας.
Η σημασία της δημοσίευσης
Τρεις βασικοί λόγοι εξηγούν την πολιτική σημασία της δημοσίευσης της λίστας Λαγκάρντ, και κατ’ επέκταση τη σύλληψή του:
Πρώτον, η δημοσίευση της λίστας εκθέτει ανεπανόρθωτα όλους τους υπουργούς και τους υπεύθυνους του ΣΔΟΕ που τόσο καιρό την «έψαχναν» και δεν μπορούσαν να τη… βρουν. Η λίστα δεν είχε καταχωνιαστεί κάπου, εν προκειμένω στο αρχείο του Βενιζέλου, όπου οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν πρόσβαση. Το ότι την πήρε στα χέρια του ο Βαξεβάνης, αποδεικνύει ότι η λίστα κυκλοφορούσε ευρέως. Επομένως, η αποσιώπηση της ύπαρξης της δεν οφείλεται στην αβελτηρία της δημόσια διοίκησης, αλλά αποτελεί εσκεμμένη πράξη συγκάλυψης των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Οικονομικών.
Δεύτερον, η δημοσιοποίηση της λίστας γελοιοποιεί όλους τους υποτιθέμενους μηχανισμούς ελέγχου της φοροδιαφυγής. Μια πρόχειρη ματιά στον κατάλογο των ονομάτων αρκεί για να βεβαιωθεί κανείς ότι το ΣΔΟΕ δεν έχει καμιά διάθεση να πατάξει τη (μεγάλη) φοροδιαφυγή. Είτε είχε δοθεί η σχετική υπουργική εντολή είτε όχι, το αυτονόητο καθήκον κάθε αρμόδιας Αρχής θα ήταν να κάνει μια πρώτη αντιπαραβολή των καταθέσεων με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Στο κατάλογο δεν περιλαμβάνονται τίποτα άγνωστα άτομα του υποκόσμου, αλλά επιφανή πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας, των οποίων η οικονομική δραστηριότητα είναι σε γενικές γραμμές γνωστή, και γι’ αυτό ελέγξιμη. Το ότι η λίστα ως αντικείμενο υποκλοπής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδεικτικό στοιχείο στο ακροατήριο, ουδόλως σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το Μίτο της Αριάδνης μιας ενδεχόμενης έρευνας του ΣΔΟΕ. Πόσο μάλλον όταν ο τότε υπεύθυνος του ΣΔΟΕ δεν δίστασε στην περίπτωση του Σάββα Ξηρού να καταπατήσει τη νομιμότητα χάριν της διωκτικής σκοπιμότητας.
Τρίτον, η δημοσίευση της λίστας Λαγκάρντ ξεσκεπάζει την απύθμενη υποκρισία της ελίτ της χώρας. Οι ίδιοι ακριβώς που επικαλούνται τον πατριωτισμό του λαού για να γίνουν ανεκτά τα μνημονιακά μέτρα, οι ίδιοι ακριβώς που διαβεβαιώνουν ότι αν εφαρμόσουμε το Μνημόνιο δεν πρόκειται να βγούμε από την ευρωζώνη, οι ίδιοι ακριβώς που μιλάνε για εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος και πάταξη των συντεχνιών, βγάζουν τα λεφτά τους στην Ελβετία. Είτε κάνουν φοροδιαφυγή είτε όχι, όσοι βγάζουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό δεν δικαιούνται να μιλάνε ούτε για δημόσιο συμφέρον ούτε για αναγκαίες θυσίες που επιβάλλει το «καλό της πατρίδας». Για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι το εμπόριο του πατριωτισμού που ανθεί σε αυτή τη χώρα, συγκαλύπτει τα πλέον ιδιοτελή συμφέροντα.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Εν ολίγοις, η ενδεχόμενη «παρανομία» του Βαξεβάνη ήταν απολύτως αναγκαία για να αποδειχτεί ότι το ίδιο το κράτος λειτουργεί κατά παράβαση της νομιμότητας. Δεν μπορεί να εγκαλείται ο δημοσιογράφος για παραβίαση προσωπικών δεδομένων, όταν έχουμε γίνει μάρτυρες σειράς πράξεων και παραλείψεων από δημόσιους λειτουργούς που παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα του νόμου για να προστατευτούν οι έχοντες και κατέχοντες της λίστας. Όσοι εγκαλούν τον Βαξεβάνη για τα προσωπικά δεδομένα, διυλίζουν τον κόνωπα και καταπίνουν την κάμηλον.
Είναι μάλλον περιττό να υπογραμμίσουμε την υποκρισία της δικαστικής εξουσίας. Οι δικαστές που κρίνουν καθ’ όλα νόμιμη τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών και των συλληφθέντων διαδηλωτών, κόπτονται τώρα για τα προσωπικά δεδομένα των καταθετών της Ελβετίας. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι όταν η Δικαιοσύνη λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά, όταν η νομιμότητα εφαρμόζεται κατά το δοκούν, τότε ακριβώς καταλύεται μια θεμελιώδης αρχή του «κράτους δικαίου»: η ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο. Αυτή ακριβώς η κατάλυση σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη παραβίαση της ελευθερίας του λόγου επιβεβαιώνουν εκ νέου ότι επιταχύνεται η πορεία προς την κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή το καθεστώς εκείνο όπου βασικές ελευθερίες τελούν de facto υπό αναστολή.
Κατά συνέπεια, η υπεράσπιση του Βαξεβάνη συνιστά πράξη υπεράσπισης των βασικών πολιτικών ελευθεριών, πράξη αντίσταση στον κρατικό αυταρχισμό που στηρίζει το κλυδωνιζόμενο μνημονιακό καθεστώς.
http://www.left.gr/article.php?id=11316
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου