Η Ελλάδα και η Παρακμή της Ευρώπης
του Σάββα Mιχαήλ
[Στις 25 Φεβρουαρίου του 2012, το θεωρητικό περιοδικό Critique, οργάνωσε, στο στο London School of Economics, Συνδιάσκεψη με θέμα: ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ - ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ. Ο Σάββας Μιχαήλ ήταν ένας εκ των εισηγητών. Η εισήγησή του βασίστηκε στο κείμενο που δημοσιεύουμε εδώ.]
Είναι γνωστό, σύμφωνα και με τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε και το Κλεμμένο Γράμμα του, ότι το καλύτερο μέρος για να κρύψει κάποιος ένα μυστικό είναι το πιο εμφανές σημείο. Σήμερα, η Ελλάδα αναμφίβολα είναι το πιο εμφανές σημείο ανά την υφήλιο για να κρύψει κάποιος το κλεμμένο γράμμα της μυστικής ομολογίας της Αυτού Μεγαλειότητας: την ανακοίνωση της χρεοκοπίας του όλου σχεδίου συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τόσο ο χείμαρρος προπαγάνδας από τα κυρίαρχα Μ.Μ.Ε. όσο και η ρατσιστική αισχρολογία που διαδίδεται σε Βόρεια και Δυτική Ευρώπη περί «τεμπέληδων» και «εκ γενετής απατεώνων» Ελλήνων, δεν μπορεί να πείσει κανέναν ότι η ατελείωτη saga της άλυτης κρίσης κρατικής υπερχρέωσης της Ελλάδας αντιπροσωπεύει απλά μια «εθνική εξαίρεση». Αν ίσχυε το παραπάνω, γιατί η χρεοκοπία μιας σχετικά μικρής οικονομίας, που αντιπροσωπεύει μόλις το 2,7% ολόκληρου του Ευρωπαϊκού Α.Ε.Π. αιωρείται σαν απειλητικό φάντασμα πάνω απ’ όλα τα μητροπολιτικά κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού; Γιατί απασχολεί τόσο επισταμένα – και ατελέσφορα- τη μια Συνδιάσκεψη της Ε.Ε. μετά την άλλη τα τελευταία δύο χρόνια;
Ο μεγάλος βαθμός οικονομικής αλληλοσύνδεσης που αναπτύχθηκε κάτω από τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης του χρηματιστικού κεφαλαίου μετατράπηκε, μετά την ενδόρρηξη του το 2007-08, στη Νέμεση του ίδιου του παγκόσμιου συστήματος. «Η δύναμη μιας αλυσίδας εξαρτάται από τη δύναμη του πιο αδύνατου κρίκου του», δήλωνε αξιωματούχος της Goldman Sachs σε συνέντευξη στην εφημερίδα Βήμα[1] αναφορικά με την χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση στην Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι ο πιο αδύναμος κρίκος στη διεθνή και ευρωπαϊκή καπιταλιστική αλυσίδα.
Γι’ αυτόν το λόγο, η Ιρλανδία και Πορτογαλία πολύ σύντομα ακολούθησαν παρόμοιες πορείες με αυτήν της Ελληνικής τραγωδίας και υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν παρόμοιο σχέδιο «διάσωσης» με παρόμοιους δρακόντειους όρους λιτότητας. Στη συνέχεια, ακολούθησε η πολύ χειρότερη κρίση χρέους της Ισπανίας και πάνω απ’ όλα της Ιταλίας. Επιπλέον, η υποβάθμιση της αξιοπιστίας ενός μεγάλου αριθμού χωρών της Ε.Ε, συμπεριλαμβανομένης και της απώλειας της θέσης του τριπλού «Α» της Γαλλίας, απέδειξε ότι έχει πλέον θιγεί όχι μόνο η περιφέρεια αλλά κι ο ίδιος ο σκληρός πυρήνας της Ε.Ε., ο γαλλο-γερμανικός άξονας της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού, οι αμερικανικές αρχές και τράπεζες, εκτεθειμένες σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό στην Ευρώπη, δεν μπορούν να κρύψουν τις αυξανόμενες ανησυχίες τους. Δεν είναι πια ταμπού να ακούμε κρατικούς αξιωματούχους, επενδυτές και αναλυτές των κυρίαρχων ιδεολογιών να μιλούν ανοιχτά όχι αποκλειστικά για τη χρεοκοπία της Ελλάδας αλλά και για την άμεση απειλή διάλυσης ολόκληρης της Ευρωζώνης που θα προκαλέσει μια παγκόσμια οικονομική έκρηξη και θα επιταχύνει την ήδη επιδεινούμενη παγκόσμια Μεγάλη ή Μακρόχρονη Ύφεση. Μέσα σε μια τέτοια αποκαλυπτική θεώρηση, η χρεοκοπία της Ελλάδας θα παίξει τον καταστροφικό ρόλο μιας κατάρρευσης τύπου Lehman Brothers ΙΙ.
Το σχίσμα γύρω από το δεύτερο πακέτο «διάσωσης» της Ελλάδας
Eναντίον της γραμμής Σόϊμπλε τάχθηκε σθεναρά ένα μπλοκ κρατών-μελών της Ε.Ε. που έχουν χάσει τη θέση αξιοπιστίας του τριπλού Α και τόνιζαν τους κινδύνους μιας τέτοιας «άτακτης» ή «εύτακτης» Ελληνικής χρεοκοπίας: οι περιφερειακές χώρες της Ε.Ε. και πρώτα απ’ όλα η Γαλλία του Σαρκοζί και η Ιταλία του Μόντι, πρώτοι υποψήφιοι να πέσουν θύματα του μεταδοτικού τσουνάμι μετά από μια ελληνική χρεοκοπία. Ακόμα και η πρωθυπουργός της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ, αποστασιοποιήθηκε από τις θέσεις του υπουργού της επί των οικονομικών, αποκαλύπτοντας ότι η υπάρχουσα βαθιά διαίρεση των Ευρωπαϊκών κυρίαρχων τάξεων εκτείνεται και εντός της ίδιας της γερμανικής μπουρζουαζίας.[2]
Από μια άποψη και οι δυο αντιπαρατιθέμενες γραμμές είναι μερικώς ορθές – και εξίσου λαθεμένες. Η νέα συμφωνία στην οποία κατέληξαν τελικά, μετά από μια αγωνιώδη διαδικασία στη συνάντηση του Eurogroup, στις 19-20 Φεβρουαρίου, το αποδεικνύει.
Περιλαμβάνει ένα πακέτο για τη διάσωση της Ελλάδας 130 δις ευρώ, που συνδέονται με το συμφωνημένο PSI (Συμμετοχή Ιδιωτικού Τομέα) των ιδιωτών κατόχων ομολόγων, ένα 53% «κούρεμα» της ονομαστικής αξίας των Ελληνικών κρατικών ομολόγων.[3] Συνδέεται μ’ ένα Μνημόνιο καταστροφικών νέων μέτρων «λιτότητας» κοινωνικού κανιβαλισμού που θα επιβληθούν σε μια κοινωνία που έχει ήδη καταστραφεί από το προηγούμενο Μνημόνιο της πρώτης οικονομικής «διάσωσης», τον Μάιο του 2010.
Το προηγούμενο Μνημόνιο ήταν ταυτόχρονα μια καταστροφή από κοινωνική σκοπιά (πάνω από το 1/3 των Ελλήνων διαβιούν κάτω από το επίπεδο φτώχειας και το 50% της νεολαίας βρίσκεται στην ανεργία) αλλά και μια αξιοθρήνητη αποτυχία, από οικονομική σκοπιά. Το 2010, το χρέος βρισκόταν στο 120% του Α.Ε.Π. Το 2011, ένα χρόνο μετά την επιχείρηση «διάσωσης», αυξήθηκε στο μη βιώσιμο 169%. Ο στόχος της νέας οικονομικής διάσωσης είναι η συρρίκνωση του μεγέθους του χρέους στο 120,5% το 2020, λίγο πιο πάνω από το σημείο αφετηρίας το 2010…
Ο Σόιμπλε, από τη μεριά του, έχει δίκιο να μιλά, με τη συνηθισμένη Τευτονική του χάρη, για δισεκατομμύρια που ρίχνονται σ’ ένα πηγάδι δίχως πάτο. Ολόκληρο το δεύτερο «σχέδιο σωτηρίας» της Ελλάδας είναι εντελώς μη ρεαλιστικό, αν κοιτάξουμε τα στοιχεία της ανάλυσης του Δ.Ν.Τ. περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, που υπολογίζει το επίπεδο του ελληνικού χρέους το 2020 τουλάχιστον στο επίπεδο του 160%.
Ο ανέφικτος στόχος του 120,5% έχει ως προϋπόθεση, σύμφωνα με το νέο Μνημόνιο, μια συνεχή αύξηση του ετήσιου πρωταρχικού πλεονάσματος (αυτό που απομένει μετά την αποπληρωμή των υποχρεώσεων του χρέους) της ελληνικής οικονομίας, ξεκινώντας από το 2013. Πώς αυτό θα καταστεί δυνατό με την εισαγωγή των πιο βάρβαρων μέτρων που προκαλούν ύφεση – ένα 22% περικοπές σε όλους τους μισθούς, περικοπή έως 20% στις συντάξεις, περικοπή 15.000 θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα έως τον Απρίλιο του 2012 και συνολικά 150.000 θέσεων εργασίας δημοσίων υπαλλήλων έως το τέλος του 2014, κλείσιμο των περισσότερων νοσοκομείων, σχολείων και πανεπιστημίων κ.λ.π. – μέσα σε μια οικονομία όπου η ύφεση βούλιαξε στο -7% για το 2011 και αναμένεται, με αισιόδξες προβλέψεις, γύρω στο -6% για το 2012;
Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλοι της γραμμής Σόϊμπλε έχουν δίκιο στην επιμονή τους για τις τρομακτικές επιπτώσεις μιας ελληνικής κατάρρευσης πάνω σε μια Ευρωζώνη που συντρίβεται από το αφόρητο βουνό χρεών, μ’ ένα ιδιαίτερα εύθραυστο τραπεζικό σύστημα και με μια οικονομία σε συρρίκνωση. Οι συνολικοί πόροι μαζί των ESFM και ΕSM –που συνολικά φτάνουν κάπου ανάμεσα στα 750 δισεκατομμύρια έως ένα τρισεκατομμύριο ευρώ– δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την αναπόφευκτη επίπτωση στην Ιταλία που στενάζει κάτω από ένα εθνικό χρέος 1,9 τρισεκατομμυρίων ευρώ και είναι γεμάτη με τα ισπανικά τοξικά ομόλογα καθώς και στην καταρρέουσα Ισπανία που είναι γεμάτη με πορτογαλικά τοξικά ομόλογα, ενώ η Πορτογαλία ήδη ζητά κούρεμα για το χρέος της και ένα νέο πακέτο «διάσωσης».
Το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (Institute of International Finance – IFF) που οι επικεφαλής του διεξήγαγαν τις διαπραγματεύσεις για το PSI, εκ μέρους των ιδιωτών κατόχων ελληνικών ομολόγων, σ’ ένα εσωτερικό έγγραφο με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 2012, που στη συνέχεια δημοσιοποιήθηκε από το Ρόυτερς,[4] εκτιμά ότι οι απώλειες από μια ελληνική χρεοκοπία θα κόστιζαν άμεσα ένα τρισεκατομμύριο ευρώ ενώ θα καθίστατο αναπόφευκτη η επείγουσα οικονομική παρέμβαση διάσωσης της Ισπανίας και της Ιταλίας.
Όσον αφορά την παροχή ρευστότητας, την LTRO από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αυτή αντιπροσωπεύει ένα είδος συγκαλυμμένης ποσοτικής διευκόλυνσης, «μια χρήσιμη μυθοπλασία (fiction)», για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Τζέημς Μάκιντος[5] με πολύ βραχύβια αποτελέσματα. Τυπώνοντας ευρώ και παρέχοντας ρευστότητα στις ευρωπαϊκές τράπεζες τον Δεκέμβριο του 2011 και τον Φεβρουάριο του 2012, η ΕΚΤ, υπό την ηγεσία του Μάριο Ντράγκι έλαβε ένα μέτρο έκτακτης ανάγκης ενώπιον της παγωμένης ενδοτραπεζικής αγοράς και μιας ιδιαίτερα επικίνδυνης συρρίκνωσης της πίστωσης. Η βραχυπρόθεσμη όμως πολιτική για την αντιμετώπιση της έλλειψης ρευστότητας (liquidity) είναι ανεπαρκής για τη λύση του γενικευμένου προβλήματος της insolvency, αδυναμίας εξόφλησης χρεών. Οι τράπεζες της Ευρώπης παραμένουν μεταξύ των πιο ριψοκίνδυνων κεφαλαιουχικών στοιχείων παγκοσμίως και η κρίση χρέους οξύνεται από την ύφεση στην Ευρωζώνη. Η LTRO είναι ανίκανη να σπάσει τον φαύλο κύκλο χρέους-ύφεσης καθώς το πρόσφατα παρεχόμενο νόμισμα παραμένει εντός του χρηματο-πιστωτικού τομέα, κυκλοφορώντας μεταξύ τραπεζών, κυβερνήσεων με κρατικό χρέος και ΕΚΤ και έτσι δεν φθάνει στην λεγόμενη «πραγματική οικονομία», δηλαδή τον ίδιο τον παραγωγικό τομέα.
Το κεντρικό πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ρευστότητας αλλά μια ιστορικών διαστάσεων κρίση υπερπαραγωγής του κεφαλαίου. «Ο τεράστιος σωρός χρήματος παραμένει ακινητοποιημένος διότι δεν υπάρχει χώρος για επένδυση με μια εύλογη ελπίδα ικανοποιητικής απόδοσης», όπως τονίζει πολύ σωστά ο Χιλέλ Τίκτιν[6]
Το ισχυρό γιατρικό που προτείνει η ΕΚΤ μπορεί να έχει κάποια καταπραϋντική επίδραση αλλά οι παρενέργειές του μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα επικίνδυνες, αν όχι θανατηφόρες.
Η γενική ευφορία που ακολούθησε την LTRO επλήγη από την κριτική που εξέφρασαν η Bundesbank και η Standard Chartered. Τονίσανε τον κίνδυνο να υπάρχει μετά τρία χρόνια, ένα βουνό χρέους των χρηματοδοτημένων τραπεζών ύψους ενός τρις ευρώ, που θα λήγει εντός δυο μηνών στα τέλη του 2014/αρχές του 2015 προκαλώντας πανικό.[7]
Ο Γιενς Βάιντεμαν, πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ, σ’ ένα γράμμα στον Μάριο Ντράγκι, τόνισε τους κινδύνους για τη Γερμανία, που θα προέλθουν από τις χαμηλότερης αξίας εγγυήσεις που ζητήθηκαν στους διακανονισμούς για την LTRO και την αντισταθμιστική αστάθεια στον μηχανισμό πληρωμής της ευρωζώνης γνωστού και ως Target 2 (Στόχος 2). Οι αξιώσεις του Στόχου 2 για τη Γερμανία βρίσκονταν στα 498 δις ευρώ τον Ιανουάριο του 2012, το μεγαλύτερο στοιχείo στον ισολογισμό της Μπούντεσμπανκ, που ισοδυναμεί με το 20% του Γερμανικού Α.Ε.Π. Με άλλα λόγια, μια κατάρρευση της ευρωζώνης θα κοστίσει άμεσα στη Γερμανία το 20% του ΑΕΠ της…[8] Και το γεγονός μόνο ότι μιλούν πια για το τέλος του ευρώ, λέει πολλά.
Σε περίπτωση διάλυσης της ευρωζώνης, είτε δημιουργηθεί από αθέτηση πληρωμών της Ελλάδας είτε από κάποια άλλη περιφερειακή Ευρωπαϊκή χώρα, η Γερμανία είναι «η χώρα που θα χάσει τα περισσότερα, μετά την Ελλάδα», όπως έχει τονίσει πολύ σωστά ο Χιλέλ Τίκτιν[9]
Και οι δυο γραμμές για την πτώχευση της Ελλάδας, τόσο αυτή του Σόϊμπλε όσο και αυτή των αντιπάλων του, αντιπροσωπεύουν βραχυπρόθεσμες προσπάθειες να κερδηθεί χρόνος και δεν προσφέρουν πραγματική λύση στην κρίση. Μάλιστα, οι διαιρέσεις και οι σκληρές εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου του σχίσματος μέσα στο ίδιο το Βερολίνο, το πιο ισχυρό κέντρο της Ε.Ε., αντανακλούν την έλλειψη κάποιας συνεκτικής μακροχρόνιας στρατηγικής για τη λύση της συστημικής κρίσης. Η στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού κατέρρευσε το 2007 και δεν είναι δυνατή μια επιστροφή στην Κεϋνσιανή στρατηγική της μεταπολεμικής επέκτασης (που κατέρρευσε το 1971-73). Υπάρχει ένα κενό στρατηγικής, έκφραση του ιστορικού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται παγιδευμένος αμετάκλητα ο παρακμάζων καπιταλισμός στην Ευρώπη. Η αυξανόμενη μη-δυνατότητα για διαμεσολάβηση των κύριων αντιφάσεων του συστήματος καθορίζει ακριβώς το τι σημαίνει παρακμή.
Η παρακμή του Κράτους-Έθνους
Στην πρώιμη περίοδο της ιμπεριαλιστικής εποχής, όταν η καθολική ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών σχέσεων ήδη είχε αρχίσει να πνίγεται μέσα στο ζουρλομανδύα των εθνικών συνόρων, ο Μπριάν εξέφρασε την ανάγκη των κυρίαρχων τάξεων εγείροντας το στόχο των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» πάνω στη βάση του καπιταλισμού. Έναν αιώνα μετά, είτε με τα βάρβαρα μέσα των δύο παγκόσμιων πολέμων είτε με τα 60 μεταπολεμικά ειρηνικά χρόνια προσπαθειών από Δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις για ενοποίηση της Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονομίας, ο στόχος αποδείχθηκε εντελώς ανέφικτος.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα βασίζονταν πάνω στο κοινό νόμισμα του ευρώ, καθιερώθηκε με μια συμφωνία μεταξύ του Γερμανικού και Γαλλικού ιμπεριαλισμού, πρώτα με τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Η συνθήκη αυτή είχε στόχο την δημιουργία της ενοποιημένης καπιταλιστικής Ευρώπης, υπό τη Γαλλο-γερμανική συγκυριαρχία, και την μετατροπή της σε πανίσχυρο ανταγωνιστή για την παγκόσμια ηγεμονία στον μετα-ψυχροπολεμικό χαοτικό κόσμο.
Είκοσι χρόνια μετά, παρά την επέκταση της Ε.Ε. σε 27 κράτη-μέλη και ένα κοινό νόμισμα στην ευρωζώνη, όλο το σχέδιο καταρρέει. Το μέλλον του ίδιου του ευρώ και της ευρωζώνης είναι μάλλον δυσοίωνο και όλοι οι παλιοί εθνικοί ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και εθνικισμοί που μεταμόρφωσαν την Ευρώπη σε μια κόλαση έρχονται στην επιφάνεια, με τον Γερμανικό εθνικισμό να παίζει πάλι τον μοιραίο ρόλο του πρωταγωνιστή.
Η Γερμανία είναι πολύ μικρή για να παίξει ένα παγκόσμιο ρόλο και την ίδια στιγμή, είναι η πιο ισχυρή από οποιαδήποτε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, αλλά όχι από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες μαζί. Δυο φορές, ο ιστορικά καθυστερημένος Γερμανικός ιμπεριαλισμός προσπάθησε να καθιερώσει μια Γερμανική Ευρώπη ως Lebensraum, ένα ζωτικό χώρο για την καπιταλιστική ανάπτυξη της Γερμανίας μέσω στρατιωτικών μέσων και απέτυχε. Τώρα, ως η πιο ισχυρή οικονομική μηχανή της Ευρώπης, ξαναπροσπαθεί να καθιερώσει μια Γερμανική Ευρωπαϊκή Ένωση βασιζόμενη στον παραδοσιακό της Ordo-liberalismus, λειτουργώντας με σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία επιβαλλόμενη από το Βερολίνο μέσω των Βρυξελλών και αποβάλλοντας από την Ένωση ή υποβαθμίζοντας στη θέση προτεκτοράτου τις υπερχρεωμένες περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα. Θα αποτύχει πάλι καθώς τροφοδοτεί όλες τις φυγόκεντρες δυνάμεις που διαλύουν την Ευρωζώνη, τον πραγματικό της Lebensraum που επέτρεψε την εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας να συσσωρεύει τεράστια πλεονάσματα χάρη στα ελλείμματα και ενθάρρυνε την ύπαρξη χρεών του δαιμονοποιημένου πλέον Νότου.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ordoliberalismus εισήχθη στη Γερμανία αλλά εντός του διεθνούς Κεϋνσιανού πλαισίου καπιταλιστικής επέκτασης, όχι μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας ύφεσης όπως σήμερα. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι καταστροφικό για την Ευρώπη και αυτοκαταστροφικό τελικά για την ίδια τη Γερμανία.
Το δεύτερο πακέτο «διάσωσης» της Ελλάδας αντιπροσωπεύει, όπως έχει γράψει και ο Βόλφανγκ Μυνχάου, την μεταμόρφωσή της στην «πρώτη αποικία της ευρωζώνης»[10]. Είναι αλήθεια ότι οι όροι για το νέο πακέτο είναι αποικιακού τύπου, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος οικονομικής κυριαρχίας. Δημιουργείται ένας ειδικός λογαριασμός για την κατάθεση των δανειζόμενων ποσών που επιτρέπει στους δανειστές να προπληρώνονται προνομιακά παρακάμπτοντας την Αθήνα. Η πρόταση του Σόϊμπλε για διορισμό δημοσιονομικού Kommisar για την ελληνική κυβέρνηση με δύναμη βέτο στις αποφάσεις οικονομικής πολιτικής –μια προκλητική πρόταση που οδήγησε σε φωνές αγανάκτησης σε Ελλάδα και διεθνώς– αποσύρθηκε μόνο και μόνο για να γίνει αποδεκτή και να επεκταθεί σε μια Task Force από Κομισάριους της Ε.Ε. για την επίβλεψη των οικονομικών όλων των ελληνικών υπουργείων. Ένα ειδικό άρθρο θα συμπεριληφθεί στο Ελληνικό Σύνταγμα που θα καθιστά υποχρεωτική κάθε πληρωμή προς τους ξένους δανειστές. Η θρασύδειλη ελληνική μπουρζουαζία και όλα τα αστικά κόμματα της χώρας αποδέχθηκαν αυτούς τους όρους ολικής υποταγής.
Καθώς και άλλες υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία θα αποτυγχάνουν να ικανοποιήσουν τους στόχους που έχουν θέσει οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο, παρόμοιοι Κομισάριοι θα αναλαμβάνουν τα οικονομικά τους. Είναι αναπόφευκτο, έτσι, να ξεσπούν φρενιτιώδεις εθνικιστικές αντιδράσεις παντού μέσα στην ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή «Ένωση».
Το να μιλήσουμε για «αποικίες της Ευρωζώνης» όπως ο Μυνχάου αποτελεί μια ωραία μεταφορά και ακριβώς μόνον αυτό – μια μεταφορά με όλους της τους περιορισμούς. Η Ευρωζώνη δεν είναι μια Αυτοκρατορία, πόσο μάλλον μια Γερμανική Αυτοκρατορία υπό μια ενοποιημένη αυτοκρατορική πολιτική εξουσία. Είναι μια Ένωση κυρίαρχων ανταγωνιστικών Ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών, που αποδεικνύεται τώρα ότι είναι εφήμερη, υπό αποσύνθεση, σε επιθανάτια αγωνία. «Η ‘περήφανη αυτοκρατορία’ της Ευρώπης», σημειώνει ο τίτλος ενός άρθρου του Άντριου Ρόμπερτς, «εισέρχεται σε ένα αδιέξοδο της Ιστορίας». Και το άρθρο καταλήγει: «…η φωτιά της Ευρώπης έχει σβήσει»[11].
Η παραμονή στο σιδερένιο κλουβί της Ε.Ε. είναι αδύνατη. Αλλά και η επιστροφή πίσω στο Εθνικό Κράτος και το εθνικό νόμισμα, στις σημερινές συνθήκες αναπτυγμένης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, δεν αποτελεί λύση. Η εθνικιστική εσωστρέφεια αποτελεί ευλογία για την αναπτυσσόμενη άκρα δεξιά και συνταγή για οικονομική και πολιτική καταστροφή.
Η Ελλάδα και οι άλλες υπερχρεωμένες χώρες στην Ε.Ε. δεν μπορούν να κάνουν κανένα βήμα για να βγουν από το σημερινό αδιέξοδο χωρίς να καταργήσουν το εξωτερικό χρέος χωρίς αποζημίωση προς τους διεθνείς τοκογλύφους. Ένα όμως τέτοιο βήμα έχει τη δική του αναγκαία λογική: το πρώτο βήμα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς μια ριζική ρήξη με την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη και αμέσως πρέπει να συνδεθεί με μια σειρά άλλων απολύτως αναγκαίων μέτρων: εθνικοποίηση των τραπεζών και όλων των στρατηγικών σημαντικών τομέων της οικονομίας υπό εργατικό έλεγχο, μια αναδιοργάνωση ολόκληρης της οικονομίας πάνω σε νέες σοσιαλιστικές βάσεις. Η πολιτική προϋπόθεση για μια τέτοια επαναστατική αλλαγή είναι η ανατροπή της καπιταλιστικής κυβέρνησης και του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού με τη δράση των ίδιων των μαζών που θα είναι οργανωμένες στα δικά τους ανεξάρτητα όργανα πάλης και τα οποία θα μετατραπούν σε όργανα μιας νέας εξουσίας – της εργατικής εξουσίας. Η σταθεροποίηση της εξουσίας της εργατικής τάξης και το έργο της αναδιοργάνωσης της κατεστραμμένης οικονομίας είναι δυνατό μόνο μέσω της επέκτασης της κοινωνικής επανάστασης σε όλη την Ευρώπη και διεθνώς.
Η ιστορική υλική βάση για αυτή την κοσμοϊστορική αλλαγή στην Ευρώπη είναι πολύ πιο ώριμη από ό,τι το 1917. Η αλληλοσύνδεση των κοινωνικών οικονομικών διαδικασιών καθορίζει, όχι μ’ έναν γραμμικό τρόπο αλλά μέσω ανισομέρειας και αντιφάσεων, τον συνδυασμένο διεθνή χαρακτήρα της επερχόμενης κοινωνικής επανάστασης. Η επαναστατικές εξελίξεις μπορούν να επεκταθούν σε όλη την ήπειρο πολύ πιο γρήγορα από ό,τι στο παρελθόν. Το κεντρικό ζήτημα είναι πάλι η έγκαιρη υποκειμενική προετοιμασία και οργάνωση της επαναστατικής πρωτοπορίας εντός ενός Κόμματος μάχης της εργατικής τάξης, εξοπλισμένου με μια διεθνή προοπτική και πρόγραμμα – ένα κόμμα της Διαρκούς Επανάστασης.
Η βασική κύρια αντίφαση είναι ανάμεσα στην καθολική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον παρακμασμένο καπιταλισμό, τους φραγμούς των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και την αναγκαία τους βάση, το Κράτος- Έθνος. Η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να υπολογίζει στη σοσιαλδημοκρατική φενάκη μιας «μεταρρυθμισμένης», «εκδημοκρατισμένης» ΕΕ ούτε στην εθνικιστική απομόνωση και αποκλειστικότητα. Ο μόνος δρόμος μπροστά είναι η κοινή πάλη όλων των Ευρωπαίων εργατών και εξαθλιωμένων λαϊκών μαζών για την σοσιαλιστική επανάσταση, για την καταστροφή της ΕΕ και την οικοδόμηση των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης.
Η παρακμή της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Τα πολιτικό πλαίσιο, το πιο επαρκές για τις ανάγκες του καπιταλισμού, είναι ο φιλελευθερισμός, η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Μια καθαρά τεχνοκρατική διοίκηση είναι φενάκη: ακόμα και η κυβέρνηση Μόντι, που αποτελείται αποκλειστικά από τεχνοκράτες, χρειάζεται την υποστήριξη του κεντροδεξιού κόμματος PDL και του κεντροαριστερού PD, αν και αυτή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν αντανακλά πια την τρέχουσα κοινωνική πολιτική πραγματικότητα ή τη θέληση των ψηφοφόρων.
Στην Ελλάδα, ως συνήθως, η «τεχνοκρατική διοίκηση» πήρε την μορφή φάρσας: η κυβέρνηση του τεχνοκράτη Παπαδήμου στηρίζεται στην υποστήριξη, στο κοινοβούλιο, των δυσφημισμένων αστικών κομμάτων του «σοσιαλιστικού» ΠΑΣΟΚ και της δεξιάς «Νέας Δημοκρατίας», που συνεχείς δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αντιπροσωπεύουν μια συρρικνούμενη μειοψηφία. Με άλλα λόγια, η πλασματική τεχνοκρατική διοίκηση στηρίζεται σε μια πλασματική κοινοβουλευτική «πλειοψηφία» σε ένα πλασματικό Κοινοβούλιο τελείως δυσφημισμένο, μισητό και αμφισβητούμενο ανοιχτά από μια τεράστια πλειοψηφία του λαού, που εξεγείρεται εναντίον των βάρβαρων μέτρων της.
Δεν είναι τυχαίο ότι το κίνημα των Ελλήνων αγανακτισμένων που κατέλαβαν την Πλατεία Συντάγματος και άλλες πλατείες στην πρωτεύουσα και σε όλη τη χώρα το 2011 συντριπτικά ζητούσαν όχι κοινοβουλευτική αλλά «άμεση δημοκρατία», δημοκρατία από τα κάτω. Παρά την ασάφεια του καλέσματος, αντιπροσωπεύει τόσο μια κριτική της υπάρχουσας αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας καθώς και μια απαίτηση, αν και αφηρημένη, για μια δημοκρατία των αυτοργανωμένων λαϊκών μαζών. Δεν αποτελεί ακόμα ένα κάλεσμα για κατάληψη εξουσίας από την εργατική τάξη. Βρίσκεται σε σταυροδρόμι: είτε οι βασικά μικροαστικές δυνάμεις που απαιτούν άμεση δημοκρατία θα κερδηθούν στην πάλη για την εργατική εξουσία ή θα επιστρέψουν στο κλουβί που χτίστηκε γι’ αυτές από τους αστούς πολιτικούς της κοινοβουλευτικής απάτης.
Η Ελλάδα δείχνει, σε αυτό το επίπεδο επίσης, το δρόμο που θα ακολουθήσουν όλες οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, που επίσης αντιμετωπίζουν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, μια κρίση αστικής εξουσίας. Η παρακμή του καπιταλισμού, παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Ευρώπη αποτελεί την κύρια δύναμη της παρακμής της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην ήπειρο που γεννήθηκε ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Το κοινοβούλιο υποβιβάζεται σε μια σφραγίδα για αποφάσεις που λαμβάνονται παρασκηνιακά από γραφειοκράτες της ΕΕ, τους διευθυντές του ΔΝΤ, τραπεζίτες, επενδυτές, τις λεγόμενες απρόσωπες «αγορές» και το υποτακτικό πολιτικό προσωπικό τους. Όλα τα ακριβοπληρωμένα δημοκρατικά κεκτημένα και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης (το δικαίωμα στις συλλογικές συμβάσεις καταργείται επίσημα στην Ελλάδα με το δεύτερο Μνημόνιο) καταστρέφονται. Η κρατική καταστολή οξύνεται σε πρωτοφανή επίπεδα καθώς η κοινωνική απελπισία και μαζική οργή είναι πια ανεξέλεγκτα φαινόμενα και εκρήγνυνται με καταλήψεις δημοσίων κτιρίων και πλατειών, οδομαχίες, ταραχές και λαϊκές εξεγέρσεις από την Αθήνα ως τη Μαδρίτη, τη Ρώμη, τη Λισαβόνα και Λονδίνο.
Το ζήτημα της δημοκρατίας και της σχέσης της με την πάλη για το Σοσιαλισμό τίθεται πάλι με μια μορφή οξύτερη απ’ ό,τι στη δεκαετία του 1930. Οι εμπειρίες και τα σκληρά θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα εκείνης της περιόδου που ενσωματώνονται πρώτα απ’ όλα στην πάλη μεταξύ Σταλινισμού και Τροτσκισμού είναι ιδιαίτερα επίκαιρα από στρατηγική άποψη.
Η σεχταριστική απόρριψη των σχετικών διαφορών μεταξύ δημοκρατικών και ανοιχτά δικτατορικών μορφών αστικής κυριαρχίας, στο όνομα μιας αφηρημένης προπαγανδιστικής έκκλησης για ένα σοσιαλιστικό μέλλον, θα ήτανε καταστροφική και θα πρέπει να καταπολεμηθεί.
Από την άλλη, κάθε υποταγή της πολιτικής ανεξαρτησίας και δραστηριότητας της εργατικής τάξης σε μπλοκ με αστικές φιλελεύθερες και μικροαστικές δημοκρατικές δυνάμεις, στο όνομα της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας και «των Ευρωπαϊκών φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών», όπως συχνά ακούμε σήμερα, είναι καταστροφική. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κωμικοτραγική επανάληψη των «Λαϊκών Μετώπων» της δεκαετίας του 30 που παρέλυσαν τις επαναστατικές μάζες, πρόδωσαν την Ισπανική Επανάσταση και επιτάχυναν τη νίκη του φασισμού και την κάθοδο στην άβυσσο του παγκόσμιου πολέμου.
Η υπεράσπιση της ελευθερίας θα πρέπει να προωθηθεί με επαναστατικά μέσα, μ’ ένα ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και όλων των καταπιεσμένων εναντίον της εξουσίας του κεφαλαίου, στην πάλη για εργατική εξουσία και Σοσιαλισμό.
Προς μια Ευρωπαϊκή Άνοιξη
Όταν ο Σόϊμπλε πάλι, αυτή η ζωντανή ενσάρκωση της Ordoliberalismus, πρότεινε την επ’ αόριστο ματαίωση των εκλογών στην Ελλάδα έως ότου οι όροι του νέου Μνημονίου εφαρμοστούν πλήρως, δεν έδειξε απλά την κυνική του περιφρόνηση για τη κοινοβουλευτική ή οποιαδήποτε άλλη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Εξέφρασε προπαντός τον τρόμο του ότι η εξέγερση των μαζών είναι πολύ πιο ισχυρή από το ιδιαίτερα ασθενικό αστικό πολιτικό σύστημα της χώρας, που παρά την κρατική κτηνωδία, θα μπορούσε να σαρωθεί.
Στις δημοσκοπήσεις, μια ισχυρή και αυξανόμενη λαϊκή πλειοψηφία στρέφεται προς τα κόμματα της Αριστεράς για να καταπολεμήσει το Μνημόνιο και την τρόικα της ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ. Στους δρόμους, πάνω απ’ όλα, ασταμάτητες μαζικές κινητοποιήσεις εργατών και από τα γοργά εξαθλιωνόμενα λαϊκά στρώματα, παρά τα εμπόδια που έθεσαν οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, οι ρεφορμιστές, οι σταλινικοί και οι κεντριστές εκπροσωπούν μια αυξανόμενη απειλή για την αστική εξουσία. Οι γενικές απεργίες, οι μαζικές συγκεντρώσεις και καταλήψεις δημοσίων κτηρίων και πλατειών, ιδιαίτερα στην Πλατεία Συντάγματος μπροστά στο κοινοβούλιο, οι λαϊκές συνελεύσεις που σχηματίστηκαν ως σημεία συσπείρωσης, συζήτησης και προγραμματισμού πάλης σε κάθε λαϊκή και εργατική γειτονιά, καθιστούν ξεκάθαρο ότι «οι από κάτω δεν μπορούν να κυβερνώνται όπως πριν και οι από πάνω δεν μπορούν να διοικούν όπως πριν» σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του Λένιν για την αναδυόμενη επαναστατική κατάσταση.
Ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών μπορεί να μην φοβάται πολύ τον κίνδυνο οικονομικής επέκτασης μιας ελληνικής πτώχευσης. Ωστόσο, είναι τρομοκρατημένος από τον κίνδυνο πολιτικής επέκτασης μετά από μια επαναστατική έκρηξη στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να πυρπολήσει όλη την ήπειρο εγκαινιάζοντας, όπως έκαναν οι Τυνήσιοι και Αιγύπτιοι επαναστάτες στη Μέση Ανατολή πέρσι, μια Άνοιξη επαναστάσεων, στην Ευρώπη αυτή τη φορά.
Όπως και με την Ευρωπαϊκή Άνοιξη των λαών το 1848, η πολεμική κραυγή μας θα πρέπει να είναι: Επανάσταση Διαρκής!
22-24 Φεβρουαρίου/8 Μάρτη 2012
[1] Βήμα, 15 Ιανουαρίου του 2012.
[2] Η διαίρεση του Βερολίνου για την οικονομική διάσωση των Τζέριτ Βίεσμαν και Κουέντιν Πιλ, Financial Times, 17 Φεβρουαρίου του 2012, σελ 2.
[5] Η Βραχυπρόθεσμη Θεώρηση, Financial Times, 17 Φεβρουαρίου του 2012, σελ 13
[6] Χιλέλ Τίκτιν, Σημειώματα Critique 59, Τόμος 40, νούμερο 1 Φεβρουάριος 2012, σελ 8.
[7] Πάτρικ Τζένκινς, Οι Τράπεζες πρέπει να προσέχουν τις παρενέργειες του μαγικού γιατρικού της ΕΚΤ, Financial Times, 6 Μαρτίου 2012.
[8] Βλέπε Βόλφανγκ Μουντσάου, Η Μπούντεσμπανκ δεν έχει δικαίωμα να νιώθει στριμωγμένη, Financial Times 5 Μαρτίου του 2012 και Σάϊμον Νίξον, Wall Street Journal, 6 Μαρτίου 2012.
[9] Χιλέλ Τίκτιν, Σημειώσεις Critique, 58, τόμος 39, νούμερο 4, Δεκέμβριος του 2011, σελ 481.
[10] «Η Ελλάδα θα πρέπει να πτωχεύσει αν επιθυμεί δημοκρατία» του Βόλφανγκ Μυνχάου, Financial Times, 20 Φεβρουαρίου του 2012, σελ 7
[11] «Η ‘περήφανη αυτοκρατορία’ της Ευρώπης εισέρχεται σε ένα αδιέξοδο της Ιστορίας», Financial Times, 17 Φεβρουαρίου του 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου