Οι λειτουργοί της ενημέρωσης και οι φύλακες του νόμου έχουν υψώσει τον πήχη της συνεργασίας τους σε αξιοθαύμαστο επίπεδο. Το αποδεικνύει η περίπτωση της 28χρονης Γερμανίδας Φέι-Μαρί Μάγερ. Τα ηλεκτρονικά –κυρίως- ΜΜΕ έσπευσαν να υιοθετήσουν σενάριο που έφερε την προσαχθείσα 28χρονη ως καταγόμενη εκ μητρός από την ένοπλη οργάνωση RAF. Η είδηση απεδείχθη εσφαλμένη. Επρόκειτο για μια κεντρικά διοχετευθείσα πληροφορία που κανένας δημοσιογράφος δε θεώρησε σκόπιμο να ελέγξει.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που οι δημοσιογράφοι μετατρέπονται σε κούριερ των αρχών ασφαλείας. Λίγο παλιότερα o ίδιος ο Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών είχε δεχτεί διορθωτικό τηλεφώνημα στον αέρα από «αστυνομική πηγή» γιατί παρέλειψε να μεταδώσει κάποια «αποκάλυψη». Ο θεσμικός φύλακας της δημοσιογραφικής δεοντολογίας μάς ψιθύρισε «κάτι μου ‘παν να σας πω». Το ίδιο έκανε και τώρα μαζί με αρκετούς συναδέλφους του.
Αυτή η ενημέρωση «στο περίπου» επισκίασε ένα σοβαρότερο ζήτημα, την καταστολή «στο περίπου». Η Ελληνική Αστυνομία επικαλέστηκε συνωνυμία της 28χρονης για να δικαιολογήσει το ανακριβές της σενάριο. Δεν είπε όμως λέξη για την απόπειρα να εισαγάγει την έννοια της οικογενειακής ευθύνης, ωσάν τα γονίδια «κληρονομικής τρομοκρατίας» να αποτελούν αξιολογήσιμο επιβαρυντικό στοιχείο.
Ας συνδυαστεί το γεγονός αυτό με το σχεδόν ταυτόχρονο περιστατικό Παπαδάτου. Εν μέση οδώ, μέρα μεσημέρι, ένας πολίτης συλλαμβάνεται από κουκουλοφόρους με πολιτικά και με την απειλή όπλων. Σύμφωνα με όσα καταγγέλλει, οδηγείται στην Ασφάλεια, δέρνεται, εξευτελίζεται, αναγκάζεται να γδυθεί, απειλείται και στο τέλος ακούει ότι συνελήφθη κατά λάθος αφού μοιάζει με κάποιον ύποπτο. Μετά το δεύτερο σφάλμα ο αρμόδιος Υπουργός έσπευσε να επιβάλει σιγή ασυρμάτου.
Η πολιτική ηγεσία της ΕΛΑΣ και οι θεσμικοί εκπρόσωποι των δημοσιογράφων θεωρούν πως το πρόβλημα είναι ότι τσαλακώθηκε το κύρος των αρχών ασφαλείας και των μέσων ενημέρωσης. Κάνουν λάθος. Το πρόβλημα είναι ότι καταστολή και ενημέρωση δεν μπορούν να επιτελούνται «στο περίπου». Δεν μπορεί μια απλή ομοιότητα ή συνωνυμία να κινητοποιούν επιχειρήσεις της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και να συμπαρασύρουν υπηρεσίες της «αντιτρομοκρατικής ενημέρωσης» σε έναν χορό διαπόμπευσης. Δεν μπορεί να θεωρείται παράπλευρη απώλεια η ασφάλεια και η αξιοπρέπεια του καθενός που στιγματίζεται ως τρομοκράτης από κούνια ή αντιμετωπίζει ξαφνικά τη βία της σύλληψης από κουκουλοφόρους με όπλα.
Διπλό λοιπόν το μήνυμα των ημερών. Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη οφείλει να επιδείξει μέρος έστω της διατρανούμενης «περίφρακτης» αποφασιστικότητάς του και στο θέμα της προστασίας των πολιτών από την αστυνομική αυθαιρεσία. Πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι οι αστυνομικοί (ιδίως εκείνοι με πολιτικά και οι των ειδικών μονάδων) δρουν σε καθεστώς απόλυτης έλλειψης λογοδοσίας, επικαλούμενοι διαρκώς μια ασαφώς οριζόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Οι δημοσιογραφικές ενώσεις, από την πλευρά τους, ας αναλογιστούν το γεγονός ότι πολλά μέλη τους συγχέουν το ρόλο του δημοσιογράφου με αυτόν του εκπροσώπου τύπου της ΕΛΑΣ. Αποτέλεσμα, μια «στο περίπου» ενημέρωση που απολήγει δίδυμη αδελφή μιας «στο περίπου» καταστολής. Αυτή η σύγκλιση αστυνόμευσης και πληροφόρησης κρύβει μόνο κινδύνους.
Πηγή:Aντίφωνο
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που οι δημοσιογράφοι μετατρέπονται σε κούριερ των αρχών ασφαλείας. Λίγο παλιότερα o ίδιος ο Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών είχε δεχτεί διορθωτικό τηλεφώνημα στον αέρα από «αστυνομική πηγή» γιατί παρέλειψε να μεταδώσει κάποια «αποκάλυψη». Ο θεσμικός φύλακας της δημοσιογραφικής δεοντολογίας μάς ψιθύρισε «κάτι μου ‘παν να σας πω». Το ίδιο έκανε και τώρα μαζί με αρκετούς συναδέλφους του.
Αυτή η ενημέρωση «στο περίπου» επισκίασε ένα σοβαρότερο ζήτημα, την καταστολή «στο περίπου». Η Ελληνική Αστυνομία επικαλέστηκε συνωνυμία της 28χρονης για να δικαιολογήσει το ανακριβές της σενάριο. Δεν είπε όμως λέξη για την απόπειρα να εισαγάγει την έννοια της οικογενειακής ευθύνης, ωσάν τα γονίδια «κληρονομικής τρομοκρατίας» να αποτελούν αξιολογήσιμο επιβαρυντικό στοιχείο.
Ας συνδυαστεί το γεγονός αυτό με το σχεδόν ταυτόχρονο περιστατικό Παπαδάτου. Εν μέση οδώ, μέρα μεσημέρι, ένας πολίτης συλλαμβάνεται από κουκουλοφόρους με πολιτικά και με την απειλή όπλων. Σύμφωνα με όσα καταγγέλλει, οδηγείται στην Ασφάλεια, δέρνεται, εξευτελίζεται, αναγκάζεται να γδυθεί, απειλείται και στο τέλος ακούει ότι συνελήφθη κατά λάθος αφού μοιάζει με κάποιον ύποπτο. Μετά το δεύτερο σφάλμα ο αρμόδιος Υπουργός έσπευσε να επιβάλει σιγή ασυρμάτου.
Η πολιτική ηγεσία της ΕΛΑΣ και οι θεσμικοί εκπρόσωποι των δημοσιογράφων θεωρούν πως το πρόβλημα είναι ότι τσαλακώθηκε το κύρος των αρχών ασφαλείας και των μέσων ενημέρωσης. Κάνουν λάθος. Το πρόβλημα είναι ότι καταστολή και ενημέρωση δεν μπορούν να επιτελούνται «στο περίπου». Δεν μπορεί μια απλή ομοιότητα ή συνωνυμία να κινητοποιούν επιχειρήσεις της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και να συμπαρασύρουν υπηρεσίες της «αντιτρομοκρατικής ενημέρωσης» σε έναν χορό διαπόμπευσης. Δεν μπορεί να θεωρείται παράπλευρη απώλεια η ασφάλεια και η αξιοπρέπεια του καθενός που στιγματίζεται ως τρομοκράτης από κούνια ή αντιμετωπίζει ξαφνικά τη βία της σύλληψης από κουκουλοφόρους με όπλα.
Διπλό λοιπόν το μήνυμα των ημερών. Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη οφείλει να επιδείξει μέρος έστω της διατρανούμενης «περίφρακτης» αποφασιστικότητάς του και στο θέμα της προστασίας των πολιτών από την αστυνομική αυθαιρεσία. Πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι οι αστυνομικοί (ιδίως εκείνοι με πολιτικά και οι των ειδικών μονάδων) δρουν σε καθεστώς απόλυτης έλλειψης λογοδοσίας, επικαλούμενοι διαρκώς μια ασαφώς οριζόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Οι δημοσιογραφικές ενώσεις, από την πλευρά τους, ας αναλογιστούν το γεγονός ότι πολλά μέλη τους συγχέουν το ρόλο του δημοσιογράφου με αυτόν του εκπροσώπου τύπου της ΕΛΑΣ. Αποτέλεσμα, μια «στο περίπου» ενημέρωση που απολήγει δίδυμη αδελφή μιας «στο περίπου» καταστολής. Αυτή η σύγκλιση αστυνόμευσης και πληροφόρησης κρύβει μόνο κινδύνους.
Πηγή:Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου