Το ως χθες αδιανόητο μπορεί και να συμβεί. Οι απελπισμένοι δικαιούνται να ελπίζουν. Οι εργαζόμενες τάξεις μπορούν ακόμα και να αποφασίζουν: κάπως έτσι θα έπρεπε να έχουν αποτυπωθεί τα «αποτελέσματα της επόμενης μέρας» στον τύπο, τα κανάλια και το διαδίκτυο, αν υπήρχε όχι «έγκυρη» ή «αντικειμενική» δημοσιογραφία, αλλά αν οι παραγωγοί καθεστωτικού λόγου προσπαθούσαν, έστω και τώρα, να ερμηνεύσουν ορθά, προς ίδιον όφελος, τις εκλογικές τάσεις. Κι όμως, παρά τη σαφέστατη ανακολουθία λόγου και γεγονότων τα μεγάλα Μέσα εμμένουν, ακόμα και σήμερα, να επιλέγουν την ανεπεξέργαστη και απογυμνωμένη προπαγάνδα.
Την ημέρα, λοιπόν, που η Αριστερά εκλέγει βουλευτές στη Λακωνία, την Αργολίδα ή το Κιλκίς, εξαιτίας του καλπονοθευτικού νόμου Παυλόπουλου ή και τις κλίσης της Ιστορίας να κάνει φάρσες εκεί που κάποτε έσπερνε τραγωδίες, οι «έγκυροι αναλυτές» ανακαλούν τον εμφύλιο κάνοντας έκκληση για «εθνική ενότητα». Την ημέρα που η Αριστερά καταλαμβάνει την πλειοψηφία στην Αθήνα, όπως και σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο Αττικής, δηλαδή το πιο πλούσιο σε οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο μέρος της χώρας, οι εφημερίδες μιλούν για «συναισθηματική ψήφο», «λαϊκισμό» κι «ανευθυνότητα». Την ημέρα που η Αριστερά πρωταγωνιστεί στους κάτω των 45 ετών, οι επιφυλλιδογράφοι κατηγορούν το εκλογικό σώμα για «εμμονές σε παρωχημένες αντιλήψεις».
Δεν ξέρω αν προσπαθούν να κρύψουν την πραγματικότητα. Υποψιάζομαι ότι δεν μπορούν να τη δουν. Ότι τόσο βαθιά έχουν εσωτερικεύσει την ιδεολογία τους, που τους διαφεύγει πια ακόμα και το αυτονόητο: τα τρία μεγάλα ρήγματα, οι τρεις ιστορικές μεταβολές.
Από την τελευταία φορά που η Αριστερά προσέφερε ελπίδα στον απελπισμένο, απτές λύσεις στον εξαθλιωμένο, έναν φορέα πάλης και αγώνα για μια φαινομενικά αδύνατη ριζική κοινωνική αλλαγή σε αυτό τον τόπο, έχουν περάσει ήδη εβδομήντα χρόνια. Πρόκειται, παρά τις δεκάδες χιλιάδες τυπωμένων σελίδων που έχουν παραχθεί από τότε, για μια ιστορία που δεν έχει ακόμα γραφτεί, κι έτσι στοιχειώνει κάθε ερμηνεία, εξαιτίας της πολιτισμικής (κι όχι μονάχα στρατιωτικής ή πολιτικής) ήττας που ακολούθησε. Το τι σημαίνει, για παράδειγμα, η στράτευση στο ΕΑΜ ενός επαρχιώτη που σπούδασε ιατρική με το συνάλλαγμα που έστελνε ο μετανάστης συγγενής από την Αμερική, είναι ένα ερώτημα που θάφτηκε κάτω από τόνους λέξεων περί «εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα», «άβουλων και παρασυρμένων απλών ανθρώπων» ή «ταραχοποιών κομμουνιστών».
Ύστερα ήρθαν οι ποιητές της ήττας. Οι φύλακες της σπίθας μιας φλόγας που δεν κατόρθωσε να πυρπολήσει τον παλιό κόσμο. Μίλησαν με λέξεις σημαδεμένες απ’ την ήττα, προσφέροντας περισσότερο αναμνήσεις τραυμάτων και λιγότερο μελλοντικά τοπία. Το κύκνειο άσμα είναι ωραίο, αλλά παραμένει το ύστατο.
Σε ένα περίκλειστο πεδίο, όπου ο ορίζοντας της προσδοκίας φυλασσόταν διά της σωματικής, ψυχολογικής, καθημερινής βίας, οι εργαζόμενες τάξεις προσπάθησαν πρωτίστως να ξεφύγουν από την ανέχεια και τις καθημερινές προσβολές: κάποτε ψιθυρίζοντας ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, κάποτε άλλοτε δαρμένες στους δρόμους, εκκρεμώντας μεταξύ συλλογικής εξαίρεσης, μιας κάποιας ατομικής μικροανέλιξης, μιας γωνιάς στον ήλιο. Και κάπως έτσι, η απελευθέρωση από το φόβο, η οποία επήλθε μέσα από τον ήχο της πτώσης της πύλης του Πολυτεχνείου, οδήγησε, όπως εκ των υστέρων φαίνεται, σε μια παράδοση στους άμουσους, τους ικανούς και τους ρεαλιστές. Αυτούς που υποσχέθηκαν το τέλος της υποταγής, πως όλα μπορούν να αλλάξουν χωρίς να χρειαστεί να αλλάξει τίποτα. Σε ένα κίνημα που έγινε κόμμα που έγινε κράτος, εκφράζοντας βέβαια σε δεδομένες συγκυρίες συγκεκριμένα αιτήματα, διαφορετικά κάθε φορά. Μετατρέποντας τελικά τους συλλογικούς αναστεναγμούς σε καψουροτράγουδα για ringtones. Μεταστρέφοντας το αίτημα για το ξεπέρασμα των παρελθόντων διχασμών σε μια μακέτα κοινωνίας κατοικημένης από μια άμορφη μάζα. Από τα αντάρτικα στις μπουάτ στα αντάρτικα στη «Μυρτιά», ένας Ανδρέας απόσταση. Παρότι κάμποσοι πρώην χτυπούσαν παλαμάκια, η Αριστερά ήταν αλλού, σε άλλο κόσμο.
Έκτοτε είδαμε πολλές άμορφες μάζες: σε συλλαλητήρια για το «Όνομα», σε πανηγυρισμούς για κύπελλα κι Ολυμπιάδες, πλάι σε κιλλίβαντες πυροβόλων όπλων, μπροστά στη Σοφοκλέους, καταμεσής της Συγγρού, πάνω στην τετραγωνισμένη Ομόνοια. Από τον μικρομεσαίο μη προνομιούχο λυγμό του Πανταζή ως την ισχυρή Ελλάδα της Πρωτοψάλτη – ένας Σημίτης απόσταση. Κι η Αριστερά μισοξεχασμένη, εκφράζοντας πάντοτε ορθή κριτική, σε μια ιδιόλεκτο για μυημένους. Ώσπου το άμορφο έλαβε τη μορφή ενός ακριτικού νησιού. Για να φτάσουμε, τελικά, σε μιαν Άλλη Πλατεία, σημαδεμένη από μια δύσμορφη, πολύμορφη, προσωρινά αντιφατική αλλά συλλογική άρνηση – κι από μια ξεκάθαρη αυτοκτονία.
Και πάλι Αριστερά, λοιπόν, μπροστά σε δυο Ελλάδες: στην Αττική της παρούσας φτώχειας και στην Επαρχία της συντηρητικής αναμονής της. Στην Ελλάδα των κάτω των 45 ετών (συμβολικό το έτος γέννησης: 1967), και στην Ελλάδα των αναμνήσεων. Στην Ενωτική Αριστερή προοπτική της ελπίδας και της φαντασίας, της αλληλεγγύης και του αγώνα, και στη Διχασμένη Δεξιά του εμφυλίου, του «ρεαλισμού» της παραίτησης, του νεοφιλελεύθερου ελιτισμού.
Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Υπάρχει ο πειρασμός να φορέσει η Αριστερά τα κουρελιασμένα ρούχα του γυμνού βασιλιά. Και να δικαιολογηθεί μετά από χρόνια πως «ήταν με το 1981, όχι με το 1982». Είναι καιρός να εντρυφήσουμε στο ασυνεχές της ιστορίας. Ας μην απαιτήσουμε, λοιπόν, από το κίνημα που ήταν κόμμα που ήταν κράτος να «μας φέρει πίσω τα κλεμμένα»: τα κλεμμένα ποιήματα, τα κλεμμένα συνθήματα, τις κλεμμένες ελπίδες. Καινούρια ποιήματα οφείλουν να γραφτούν, όχι πια με ηττημένες λέξεις.
Του Πέτρου – Ιωσήφ Στανγκανέλλη
http://www.rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου