του Γ.ΕΛΑΦΡΟΥ, από το ΠΡΙΝ (27.02.10)
Η μεγάλη απεργία και οι πολύ μεγάλες διαδηλώσεις της Τετάρτης, οι οποίες ήταν ανάλογες ή και μεγαλύτερες της 15ης Δεκέμβρη, δείχνουν ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια και πάλη δεν κάμπτεται, αλλά αναπτύσσεται και βαθαίνει. «Ο χρόνος κυλά αντίστροφα για την κυβέρνηση και την κυρίαρχη πολιτική», σημειώνει εύστοχα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η απονομιμοποίηση της κυβέρνησης διευρύνεται διαρκώς και γι’ αυτό εκείνη απαντά με το «νόμο» και ένα αυταρχικό κρεσέντο, ολοκληρωτικού τύπου. Όλο και περισσότεροι όμως συνειδητοποιούν ότι το θέμα τίθεται με το ερώτημα «ποιος - ποιον;». Δηλαδή ή η κυβέρνηση, η τρόικα και το κεφάλαιο θα καταφέρουν να επιβάλλουν την κοινωνική βαρβαρότητα ή οι εργαζόμενοι θα ανατρέψουν την επίθεση. Η πραγματικότητα είναι ρευστή, καθώς σφραγίζεται από την ολοένα μεγαλύτερη αδυναμία του δυνατού (της χούντας κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ) και την ολοένα μεγαλύτερη δύναμη του αδυνάτου.
Για να ανακοπεί και παραπέρα να ανατραπεί η επίθεση, το πρώτο ζητούμενο είναι μαζικοποίηση και η εμβάθυνση του πολιτικού περιεχομένου των αγώνων, η ενοποίηση σε μια πολιτική βάση όλων των αντιστάσεων. Κομβικό της στοιχείο είναι ο στόχος για την ανατροπή της άθλιας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Αλλά δεν αρκεί. Απαιτείται η πάλη για να ηττηθεί κάθε επίδοξος διαχειριστής της ίδιας πολιτικής (γαλάζιος, πράσινος, ροζ, μαύρος ή πολύχρωμος οικουμενικός), για να ανατραπεί η επίθεση του κεφαλαίου και η γραμμή της 20ετούς εξαθλίωσης των εργαζομένων (με ή χωρίς Μνημόνιο), από ένα κίνημα που θα διεκδικεί πίσω τον κλεμμένο πλούτο (για 600 δισ. ευρώ καταθέσεις Ελλήνων στην Ελβετία μιλούσε το Σπίγκελ). Ο στόχος της ακύρωσης του Μνημονίου και όλων των μέτρων που πάρθηκαν στο όνομά του, συναντιέται με την πάλη ενάντια στο Μηχανισμό Σταθερότητας της ΕΕ και το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, που θέλουν να επιβάλλουν τη διά βίου λιτότητα και υπερεκμετάλλευση και την επιμήκυνση της δουλείας στους πιστωτές - σύγχρονους τοκογλύφους.
Για να αποκτήσει δυναμική και ελπιδοφόρα προοπτική ο αγώνας για την ανατροπή κυβέρνησης και επίθεσης απαιτείται να διαμορφωθεί από το κίνημα ένα πρόγραμμα διεκδικήσεων και ρήξεων, με σαφή αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, που να σπάει τη λογική του μονόδρομου. Όχι, δεν είναι μονόδρομος η αφαίμαξη των εργαζομένων και η λεηλασία του δημόσιου πλούτου για να ξαναπληρωθεί το χρέος και για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφάλαιου.
Με παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, με ρήξη και έξοδο - αποδέσμευση από την ΟΝΕ και την ΕΕ, με πέρασμα των τραπεζών, των ΔΕΚΟ και των μεγάλων επιχειρήσεων που κλείνουν στο Δημόσιο (χωρίς αποζημίωση και με εργατικό – κοινωνικό έλεγχο) και με άλλα μέτρα που συγκρούονται με την καπιταλιστική επίθεση και εκφράζουν τα εργατικά συμφέροντα, οι εργαζόμενοι μπορούν να ξεφύγουν από τη χρεοκοπία, να επιβάλλουν καταχτήσεις και να ανοίξουν το δρόμο για μια συνολική ρήξη με τον καπιταλισμό. Ένα τέτοιο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και καλεί όλες τις μαχόμενες δυνάμεις του κινήματος και της Αριστεράς σε συζήτηση και κοινή δράση.
Για να γίνει όμως «ομελέτα», πρέπει να σπάσουν αυγά στην Αριστερά. Καταρχήν, πρέπει να ξεπεραστεί η θεσμολαγνεία και η υποταγή στον κοινοβουλευτικό δρόμο, που φοβάται τη ρήξη της παύσης πληρωμών και βλέπει την ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου ως μια εκλογική εκδρομή στα Ηλύσια Πεδία της αστικής δημοκρατίας. Η ευρωλαγνεία του Συνασπισμού και τμημάτων του ΣΥΡΙΖΑ ακυρώνει τη δυνατότητα αποφασιστικών αγώνων και στόχων ρήξης με την ΕΕ του κεφαλαίου. Να τι έγραφε στο κεντρικό ανυπόγραφο άρθρο της η Αυγή στο πρώτο μετά την απεργία φύλλο: «Καθίσταται, έτσι, σαφέστερη η ανάγκη να αναζητηθούν λύσεις και συμμαχίες στο πλαίσιο της ΕΕ, καθώς από τις Βρυξέλλες εκπορεύονται οι νέες πολιτικές και το ευρωπαϊκό πεδίο μπορεί να αποδειχθεί πιο πρόσφορο για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων»!
Ούτε βέβαια μπορεί να εμπνεύσει σε νικηφόρους αγώνες η λογική του ΚΚΕ, που μιλά μόνο για τη λαϊκή εξουσία (η οποία είναι βεβαίως ταξικά ασαφής), χωρίς να βάζει μέσα στο κίνημα τους αναγκαίους πολιτικούς στόχους που θα ανεβάσουν τη συνειδητότητά του και τη δυνατότητά του να ανατρέψει την επίθεση.
Υποκείμενο της ανατροπής δεν μπορεί παρά να είναι ένα τεράστιο, ταξικά ανασυγκροτημένο και πολιτικοποιημένο, μαζικό κίνημα και όχι οι κομματικές παρελάσεις, οι εκλογικές αυταπάτες, οι φωτισμένες (και από τους φακούς των μίντια) προσωπικότητες ή οι αυτοανακηρυγμένες πρωτοπορίες της Αριστεράς. Ούτε βεβαίως οι κάθε λογής αυτόκλητοι εργολάβοι της βίας, που στο όνομα της εξέγερσης και της αναρχίας είναι ιδανικοί στο να παίζουν το παιχνίδι της αστυνομίας για τη διάλυση των διαδηλώσεων και από τους οποίους το κίνημα πρέπει αποφασιστικά, πολιτικά και έμπρακτα να διαχωρισθεί.
Τα φύτρα ενός τέτοιου κινήματος έχουν ήδη εμφανισθεί, όπως με το Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Το κρίσιμο ζητούμενο του αμέσως επόμενου διαστήματος είναι η συγκρότηση οργάνων του, οργάνων δημοκρατικών, ανοικτών, ενωτικών, που θα στηρίζονται σε πραγματικές διαδικασίες βάσης (συνελεύσεις σωματείων, γειτονιών κ.λπ.) και θα διαμορφώνουν πραγματικά κέντρα αγώνα σε ρήξη με τον υποταγμένο συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Στη δημιουργία τέτοιων οργάνων του κινήματος πρέπει να συμβάλλει με την κοινή της δράση η Αριστερά, εγκαταλείποντας και το «πατάμε σε δύο βάρκες» του Συνασπισμός (και με τη ΓΣΕΕ κυρίως και με τα πρωτοβάθμια λιγάκι), και το «πας μη ΠΑΜΕ βάρβαρος» του ΚΚΕ.
Το ίδιο το κίνημα και τα όργανά του πρέπει να δουν την κλιμάκωση του αγώνα γενικεύοντας όλο τον πλούτο που φέρνει η ελληνική και διεθνής εμπειρία, χωρίς μηχανιστικές μεταφορές. Είναι φανερό ότι η πάλη δεν μπορεί να διεκπεραιώνεται με απεργίες και πορείες ανά δίμηνο, τρίμηνο, όπως προσπαθούν να επιβάλλουν οι πυροσβέστες της ΓΣΕΕ. Η αναμέτρηση δεν θα πάει με μία από τα ίδια, γιατί αυτά που διακυβεύονται είναι κρίσιμα. Θα απαιτηθούν αγώνες μπλοκαρίσματος των μέτρων και ακύρωσής τους στην πράξη, απεργίες με διάρκεια και απεργιακά μέτωπα κλάδων, καταλήψεις των δρόμων και των πλατειών, ειρηνικοί κατακλυσμοί δεκάδων χιλιάδων και συγκρουσιακές μορφές, ανάδειξη ημερομηνιών σταθμών (όπως για παράδειγμα ενάντια στη Σύνοδο της ΕΕ στις 25 Μάρτη), όπου θα συγκεντρώνεται πολιτικά και κινηματικά όλη η πάλη της προηγούμενης περιόδου, για να προετοιμαστούν τα επόμενα βήματα ενός εργατικού ανένδοτου αγώνα ανατροπής.
Η μεγάλη απεργία και οι πολύ μεγάλες διαδηλώσεις της Τετάρτης, οι οποίες ήταν ανάλογες ή και μεγαλύτερες της 15ης Δεκέμβρη, δείχνουν ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια και πάλη δεν κάμπτεται, αλλά αναπτύσσεται και βαθαίνει. «Ο χρόνος κυλά αντίστροφα για την κυβέρνηση και την κυρίαρχη πολιτική», σημειώνει εύστοχα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η απονομιμοποίηση της κυβέρνησης διευρύνεται διαρκώς και γι’ αυτό εκείνη απαντά με το «νόμο» και ένα αυταρχικό κρεσέντο, ολοκληρωτικού τύπου. Όλο και περισσότεροι όμως συνειδητοποιούν ότι το θέμα τίθεται με το ερώτημα «ποιος - ποιον;». Δηλαδή ή η κυβέρνηση, η τρόικα και το κεφάλαιο θα καταφέρουν να επιβάλλουν την κοινωνική βαρβαρότητα ή οι εργαζόμενοι θα ανατρέψουν την επίθεση. Η πραγματικότητα είναι ρευστή, καθώς σφραγίζεται από την ολοένα μεγαλύτερη αδυναμία του δυνατού (της χούντας κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ) και την ολοένα μεγαλύτερη δύναμη του αδυνάτου.
Για να ανακοπεί και παραπέρα να ανατραπεί η επίθεση, το πρώτο ζητούμενο είναι μαζικοποίηση και η εμβάθυνση του πολιτικού περιεχομένου των αγώνων, η ενοποίηση σε μια πολιτική βάση όλων των αντιστάσεων. Κομβικό της στοιχείο είναι ο στόχος για την ανατροπή της άθλιας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Αλλά δεν αρκεί. Απαιτείται η πάλη για να ηττηθεί κάθε επίδοξος διαχειριστής της ίδιας πολιτικής (γαλάζιος, πράσινος, ροζ, μαύρος ή πολύχρωμος οικουμενικός), για να ανατραπεί η επίθεση του κεφαλαίου και η γραμμή της 20ετούς εξαθλίωσης των εργαζομένων (με ή χωρίς Μνημόνιο), από ένα κίνημα που θα διεκδικεί πίσω τον κλεμμένο πλούτο (για 600 δισ. ευρώ καταθέσεις Ελλήνων στην Ελβετία μιλούσε το Σπίγκελ). Ο στόχος της ακύρωσης του Μνημονίου και όλων των μέτρων που πάρθηκαν στο όνομά του, συναντιέται με την πάλη ενάντια στο Μηχανισμό Σταθερότητας της ΕΕ και το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας, που θέλουν να επιβάλλουν τη διά βίου λιτότητα και υπερεκμετάλλευση και την επιμήκυνση της δουλείας στους πιστωτές - σύγχρονους τοκογλύφους.
Για να αποκτήσει δυναμική και ελπιδοφόρα προοπτική ο αγώνας για την ανατροπή κυβέρνησης και επίθεσης απαιτείται να διαμορφωθεί από το κίνημα ένα πρόγραμμα διεκδικήσεων και ρήξεων, με σαφή αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, που να σπάει τη λογική του μονόδρομου. Όχι, δεν είναι μονόδρομος η αφαίμαξη των εργαζομένων και η λεηλασία του δημόσιου πλούτου για να ξαναπληρωθεί το χρέος και για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφάλαιου.
Με παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, με ρήξη και έξοδο - αποδέσμευση από την ΟΝΕ και την ΕΕ, με πέρασμα των τραπεζών, των ΔΕΚΟ και των μεγάλων επιχειρήσεων που κλείνουν στο Δημόσιο (χωρίς αποζημίωση και με εργατικό – κοινωνικό έλεγχο) και με άλλα μέτρα που συγκρούονται με την καπιταλιστική επίθεση και εκφράζουν τα εργατικά συμφέροντα, οι εργαζόμενοι μπορούν να ξεφύγουν από τη χρεοκοπία, να επιβάλλουν καταχτήσεις και να ανοίξουν το δρόμο για μια συνολική ρήξη με τον καπιταλισμό. Ένα τέτοιο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και καλεί όλες τις μαχόμενες δυνάμεις του κινήματος και της Αριστεράς σε συζήτηση και κοινή δράση.
Για να γίνει όμως «ομελέτα», πρέπει να σπάσουν αυγά στην Αριστερά. Καταρχήν, πρέπει να ξεπεραστεί η θεσμολαγνεία και η υποταγή στον κοινοβουλευτικό δρόμο, που φοβάται τη ρήξη της παύσης πληρωμών και βλέπει την ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου ως μια εκλογική εκδρομή στα Ηλύσια Πεδία της αστικής δημοκρατίας. Η ευρωλαγνεία του Συνασπισμού και τμημάτων του ΣΥΡΙΖΑ ακυρώνει τη δυνατότητα αποφασιστικών αγώνων και στόχων ρήξης με την ΕΕ του κεφαλαίου. Να τι έγραφε στο κεντρικό ανυπόγραφο άρθρο της η Αυγή στο πρώτο μετά την απεργία φύλλο: «Καθίσταται, έτσι, σαφέστερη η ανάγκη να αναζητηθούν λύσεις και συμμαχίες στο πλαίσιο της ΕΕ, καθώς από τις Βρυξέλλες εκπορεύονται οι νέες πολιτικές και το ευρωπαϊκό πεδίο μπορεί να αποδειχθεί πιο πρόσφορο για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων»!
Ούτε βέβαια μπορεί να εμπνεύσει σε νικηφόρους αγώνες η λογική του ΚΚΕ, που μιλά μόνο για τη λαϊκή εξουσία (η οποία είναι βεβαίως ταξικά ασαφής), χωρίς να βάζει μέσα στο κίνημα τους αναγκαίους πολιτικούς στόχους που θα ανεβάσουν τη συνειδητότητά του και τη δυνατότητά του να ανατρέψει την επίθεση.
Υποκείμενο της ανατροπής δεν μπορεί παρά να είναι ένα τεράστιο, ταξικά ανασυγκροτημένο και πολιτικοποιημένο, μαζικό κίνημα και όχι οι κομματικές παρελάσεις, οι εκλογικές αυταπάτες, οι φωτισμένες (και από τους φακούς των μίντια) προσωπικότητες ή οι αυτοανακηρυγμένες πρωτοπορίες της Αριστεράς. Ούτε βεβαίως οι κάθε λογής αυτόκλητοι εργολάβοι της βίας, που στο όνομα της εξέγερσης και της αναρχίας είναι ιδανικοί στο να παίζουν το παιχνίδι της αστυνομίας για τη διάλυση των διαδηλώσεων και από τους οποίους το κίνημα πρέπει αποφασιστικά, πολιτικά και έμπρακτα να διαχωρισθεί.
Τα φύτρα ενός τέτοιου κινήματος έχουν ήδη εμφανισθεί, όπως με το Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Το κρίσιμο ζητούμενο του αμέσως επόμενου διαστήματος είναι η συγκρότηση οργάνων του, οργάνων δημοκρατικών, ανοικτών, ενωτικών, που θα στηρίζονται σε πραγματικές διαδικασίες βάσης (συνελεύσεις σωματείων, γειτονιών κ.λπ.) και θα διαμορφώνουν πραγματικά κέντρα αγώνα σε ρήξη με τον υποταγμένο συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Στη δημιουργία τέτοιων οργάνων του κινήματος πρέπει να συμβάλλει με την κοινή της δράση η Αριστερά, εγκαταλείποντας και το «πατάμε σε δύο βάρκες» του Συνασπισμός (και με τη ΓΣΕΕ κυρίως και με τα πρωτοβάθμια λιγάκι), και το «πας μη ΠΑΜΕ βάρβαρος» του ΚΚΕ.
Το ίδιο το κίνημα και τα όργανά του πρέπει να δουν την κλιμάκωση του αγώνα γενικεύοντας όλο τον πλούτο που φέρνει η ελληνική και διεθνής εμπειρία, χωρίς μηχανιστικές μεταφορές. Είναι φανερό ότι η πάλη δεν μπορεί να διεκπεραιώνεται με απεργίες και πορείες ανά δίμηνο, τρίμηνο, όπως προσπαθούν να επιβάλλουν οι πυροσβέστες της ΓΣΕΕ. Η αναμέτρηση δεν θα πάει με μία από τα ίδια, γιατί αυτά που διακυβεύονται είναι κρίσιμα. Θα απαιτηθούν αγώνες μπλοκαρίσματος των μέτρων και ακύρωσής τους στην πράξη, απεργίες με διάρκεια και απεργιακά μέτωπα κλάδων, καταλήψεις των δρόμων και των πλατειών, ειρηνικοί κατακλυσμοί δεκάδων χιλιάδων και συγκρουσιακές μορφές, ανάδειξη ημερομηνιών σταθμών (όπως για παράδειγμα ενάντια στη Σύνοδο της ΕΕ στις 25 Μάρτη), όπου θα συγκεντρώνεται πολιτικά και κινηματικά όλη η πάλη της προηγούμενης περιόδου, για να προετοιμαστούν τα επόμενα βήματα ενός εργατικού ανένδοτου αγώνα ανατροπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου